Το χρήμα δεν κάνει την ευτυχία, κυβερνάει τον κόσμο και κυρίως: το χρήμα δεν έχει οσμή. Να μια έκφραση που προέρχεται απευθείας από σελίδες ιστορίας και από μια υπόθεση ...ούρων.
Πράγματι, ο αυτοκράτορας Βεσπασιανός, ο οποίος κυβέρνησε την Ρώμη από το 69 ως το 79 μ.Χ. μετά την αυτοκτονία του Νέρωνα, αναγκάστηκε να εξυγιάνει την οικονομία γιατί τα ταμεία ήταν άδεια. Ο Βεσπασιανός εφηύρε λοιπόν έναν νέο φόρο, τον φόρο των ούρων!
Εκείνη την εποχή τα ούρα ήταν μια πολύτιμη ουσία, συλλέγονταν στις δημόσιες τουαλέτες και στοκάρονταν σε αμφορείς και μεγάλα κιούπια. Προορίζονταν για τους δερματέμπορους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα ούρα για να καθαρίσουν τα δέρματα, να προετοιμάσουν τα υφάσματα πριν τα βάψουν και να ασπρίσουν τα ρούχα, χάρη στην αμμωνία που αυτά περιέχουν. Βρήκαν λοιπόν σε αυτή, τον φυσικό εχθρό της βρωμιάς, πολύτιμο για το πλύσιμο ρούχων ακόμα και για τη λεύκανση των δοντιών τους. Κι όπως όλα τα πολύτιμα αγαθά, έπρεπε να φορολογηθεί.
Εξαιτίας αυτού του φόρου, τον οποίο πλήρωναν όλοι οι έμποροι, ο Βεσπασιανός επικρίθηκε αυστηρά. Επικρίθηκε ακόμη και από τον γιό του Τίτο.
Ο αυτοκράτορας, ο οποίος εξήγησε στον γιό του ότι οι τουαλέτες μπορεί να είχαν δυσάρεστες οσμές αλλά αυτό δεν ίσχυε για τα χρήματα που απέφεραν στα ταμεία του κράτους, κόλησε στη μύτη του Τίτου μια χούφτα αστραφτερά χρυσά νομίσματα και τον παρακάλεσε να τα μυρίσει.
Εκείνη την ιστορική στιγμή ο Βεσπασιανός είπε την ιστορική φράση (σύμφωνα με πολλές πηγές), στον γιό του, «pecunia non olet», δηλαδή «Το χρήμα δεν βρωμάει».