Ιδιαίτερα ανησυχητικά είναι τα ευρήματα νέας μελέτης για τον πληθυσμό της Ελλάδας, καθώς προβλέπει ότι θα συνεχιστεί η φθίνουσα πορεία έως τα μέσα του αιώνα, εξαιτίας των αρνητικών δημογραφικών εξελίξεων.
Μάλιστα, σύμφωνα με αυτή τη μελέτη του Ινστιτούτου του Βερολίνου για τον Πληθυσμό και την Ανάπτυξη, προβλέπεται ότι από περίπου 10,8 εκατ. το 2016, ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί στα 9,9 εκατ. έως το 2030 και στα 8,9 εκατ. έως το 2050! Κάτι που σημαίνει ότι θα υποστεί μία πρόσθετη μείωση κατά περίπου 18%.
Η μελέτη, σύμφωνα με το ΑΠΕ, επισημαίνει ότι μεταξύ 2011-2016 η Ελλάδα έχασε σχεδόν το 3% του πληθυσμού της, μεταξύ άλλων λόγω της γέννησης λιγότερων παιδιών εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Η χώρα μας έχει σχεδόν τη χαμηλότερη επίδοση στην ΕΕ, με δείκτη ολικής γονιμότητας 1,33 (ο προβλεπόμενος μέσος αριθμών παιδιών ανά γυναίκα).
Από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς
Εξαιτίας του μικρού αριθμού των παιδιών που γεννιούνται στην Ελλάδα- περίπου 90.000 ετησίως- η χώρα μας έχει πλέον έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, καθώς πάνω από το ένα πέμπτο των κατοίκων της (το 21%) είναι άνω των 65 ετών. Μόνον η Ιταλία στην Ευρώπη έχει υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων.
Οι Γερμανοί ερευνητές προβλέπουν ότι, με βάση τις έως τώρα δημογραφικές τάσεις, η Ελλάδα είναι πιθανό πως θα έχει τη χειρότερη σε όλη την Ευρώπη αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους έως το 2050.
Το προσδόκιμο ζωής
Σε ό,τι αφορά το προσδόκιμο ζωής, στη χώρα μας είναι τα 81,1 έτη.
Περισσότερο από όλους στην Ευρώπη ζουν οι άνθρωποι στη βόρεια Ιταλία, στη βόρεια Ισπανία, στις παράκτιες περιοχές της Γαλλίας, καθώς και σε τμήματα της Ελβετίας και της Νορβηγίας. Τις πιο σύντομες ζωές έχουν οι άνθρωποι στην ανατολική Ευρώπη, με χειρότερες τη Λιθουανία και τη Βουλγαρία.
Το χάσμα Βορρά-Νότου
Σε ό,τι αφορά τη γενικότερη εικόνα της Ευρώπης, διαπιστώνεται διαφορά μεταξύ βορρά και νότου.
Στο βορρά, στη δύση και στο κέντρο της ηπείρου υπάρχουν σχετικά υψηλοί δείκτες γονιμότητας και μετανάστευσης που διασφαλίζουν την ανάπτυξη των πληθυσμού στο προβλεπτό μέλλον. Αντίθετα, η νότια και η ανατολική Ευρώπη καταγράφουν επιταχυνόμενη γήρανση και απώλειες πληθυσμού.
Κατά μέσο όρο, η Ευρώπη έχει πιο γερασμένο πληθυσμό από τις άλλες ηπείρους. Σήμερα στην Ευρώπη υπάρχουν περίπου 32 συνταξιούχοι για κάθε 100 εργαζόμενους 20 έως 64 ετών, δηλαδή περίπου τρεις εργαζόμενοι αντιστοιχούν σε ένα συνταξιούχο. Αυτή η αναλογία προβλέπεται να πέσει όμως σε δύο εργαζόμενους ανά συνταξιούχο έως τα μέσα του 21ού αιώνα.
Η μελέτη εκτιμά ότι έως το 2050 η υψηλότερη μέση ηλικία του πληθυσμού, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, θα υπάρχει στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία, δύο χώρες που επίσης θα γνωρίσουν και συρρίκνωση του πληθυσμού τους, εκτός από τη γήρανση. Όπως επισημαίνεται, η μόνιμη εγκατάσταση και η επιτυχής ενσωμάτωση περισσότερων μεταναστών μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο σε αυτές τις δύο αρνητικές τάσεις. Οι ερευνητές προτείνουν ακόμη μέτρα στήριξης των γεννήσεων και των εργαζομένων μητέρων, καθώς επίσης κρατικές πολιτικές γενικότερα που να διευκολύνουν τους γονείς να συνδυάζουν τη δουλειά με την οικογένεια.
Αν οι Ευρωπαίες συνεχίσουν να γεννούν κατά μέσο όρο περίπου 1,5 παιδιά σε βάθος χρόνου, τότε ο πληθυσμός της Ευρώπης θα μειωνόταν στο μισό μέσα στα επόμενα 65 χρόνια, εφόσον όμως υπήρχε μηδενική μετανάστευση και αμετάβλητο προσδόκιμο ζωής. Επειδή όμως καμία από αυτές τις δύο τελευταίες υποθέσεις δεν είναι ρεαλιστική, οι Γερμανοί δημογράφοι θεωρούν ότι, για να σταθεροποιηθεί ο ευρωπαϊκός πληθυσμός, αρκεί ένας μέσος δείκτης γονιμότητας 1,6 έως 1,8 παιδιών ανά γυναίκα, κάτι που δεν απέχει πολύ από τον τωρινό δείκτη (1,58).
Πού γεννιούνται τα περισσότερα παιδιά
Τον υψηλότερο δείκτη γονιμότητας έχει η Γαλλία, με σχεδόν 2 παιδιά ανά γυναίκα (1,96). Η Ιρλανδία, η Βρετανία, η Σουηδία και η Δανία έχουν επίσης σχετικά υψηλό δείκτη γονιμότητας. Αντίθετα, η εικόνα είναι τελείως διαφορετική στο Νότο, καθώς Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Κύπρος έχουν το χαμηλότερο δείκτη γονιμότητας, γύρω στα 1,3 παιδιά ανά γυναίκα.
Λιγότεροι και πιο γέροι
Η μελέτη επισημαίνει ότι ειδικά ο ευρωπαϊκός Νότος συνδυάζει την πληθυσμιακή συρρίκνωση και την πληθυσμιακή γήρανση. Σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, ολοένα περισσότεροι εγκαταλείπουν την αγορά εργασίας για να βγουν στη σύνταξη, από ό,τι νέοι άνθρωποι εισέρχονται στην αγορά εργασίας ως εργαζόμενοι.
Ειδικότερα, στις χώρες που έχουν χαμηλό δείκτη γονιμότητας- όπως η Ελλάδα- το άνοιγμα της «ψαλίδας» μεταξύ συνταξιούχων και εργαζομένων γίνεται ταχύτερα από ότι στον βορρά. Γι' αυτό, κατά την μελέτη, οι νότιες χώρες στο μέλλον θα έχουν μεγαλύτερες δυσκολίες να χρηματοδοτήσουν τα συνταξιοδοτικά συστήματα και να διατηρήσουν το τωρινό επίπεδο των κοινωνικών παροχών τους. Η μελέτη εκτιμά ότι -με εξαίρεση το Λουξεμβούργο- σε όλες τις άλλες χώρες οι συντάξεις θα υποστούν μείωση στο μέλλον σε σχέση με τους μισθούς. Αυτό θα έχει συνέπεια να αυξηθεί ο κίνδυνος φτώχειας για τους ηλικιωμένους.
Οι μετανάστες
Η μελέτη αναφέρει ότι μέχρι στιγμής σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία οι μετανάστες δεν έχουν αυξήσει σημαντικά τον πληθυσμό, έχοντας συμβάλει το πολύ κατά 0,1% στους εθνικούς δείκτες γονιμότητας. Όμως, αν ο αριθμός τους αυξηθεί στο μέλλον και με δεδομένο ότι γεννάνε συνήθως περισσότερα παιδιά, η συμβολή τους αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια τόσο στην αύξηση του πληθυσμού όσο και στη συγκράτηση της γήρανσης.
Με βάση τις αναλύσεις της Eurostat, εκτιμάται ότι τουλάχιστον τα δύο τρίτα των χωρών της Ευρώπης θα χρειασθούν τη συνεισφορά των μεταναστών από μη ευρωπαϊκές χώρες για να υπάρξει δημογραφική σταθερότητα στην Ευρώπη έως το 2050.