Ήταν μία εποχή κάποτε στην Ελλάδα όπου ο κόσμος δεν ήξερε ποιά είναι η μητρική του γλώσσα. Μάλλον για να γίνουμε πιο σωστοί, από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, υπήρχε ένα βασικό πρόβλημα,η Ελλάδα ήταν δίγλωσση, και μάλιστα πολλές φορές ακόμη και τρίγλωσση! Οι γλώσσες αυτές ήταν τα ελληνικά, τα ελληνικά, και φυσικά τα ελληνικά...
Με αφορμή δύο «επετείων» σήμερα, το iefimerida, κάνει μία μικρή ανασκόπηση του γλωσσικού ζητήματος που απασχόλησε την Ελλάδα για σχεδόν 150 χρόνια, και τον ελληνισμό για σχεδόν 2000 χρόνια. Σαν σήμερα το 1902, με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών στην Ελλάδα, δίνεται εντολή για την κατάσχεση των μεταφράσεων του Ευαγγελίου στη Δημοτική, ενώ, ακριβώς 75 χρόνια μετά, εφαρμόζεται η εγκύκλιος, σύμφωνα με την οποία όλα τα δημόσια έγγραφα στην Ελλάδα θα συντάσσονται πλέον στη Δημοτική.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά τους. Από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους τέθηκε άμεσα το θέμα, ποιά γλώσσα θα μιλούν επισήμως, οι κάτοικοί του. Οι πολλές κοινότητες είχαν και πολλές διαφορετικές διαλέκτους, ενώ η απουσία ελληνικού κρατικού μηχανισμού για πάνω από τέσσερις αιώνες οδήγησε τους Έλληνες όχι μόνο στο να είναι αγράμματοι με συνέπεια η γλώσσα να καταρρακώνεται, αλλά και στην υιοθέτηση πλειάδας ξενικών λέξεων, όπως τουρκικών, σλαβικών, αλλά και λατινικών, αναλόγως την περιοχή.
Οι ταγοί του ελληνικού διαφωτισμού όμως κατάφεραν στο τέλος του 18ου αιώνα να «εξυγιάνουν» κατά πολύ την γλώσσα μας με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθούν πλέον ελληνικές λέξεις για καθημερινές που βασίζονταν σε ξένες ρίζες. Ένα ωραίο παράδειγμα είναι αυτό της λέξης «γαζέττα», που πολύ απλά αντικαταστάθηκε από την αρχαία «εφημερίδα», ή του «μινίστρου», που έγινε υπουργός...
Με την ίδρυση της σύγχρονης Ελλάδος τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της επικρατούσας γλώσσας στην εκπαίδευση, και αυτό γιατί, η λαϊκή γλώσσα είναι ακαλλιέργητη, παραφθαρμένη και δεν μπορεί να εκφράσει πολυσύνθετες ιδέες, έτσι, παίρνοντας ως βάση, την αρχαΐζουσα που έχει τις βάσεις της στην βυζαντινή, αλλά και την λαϊκή γλώσσα, δημιουργήθηκε ένα νέο μόρφωμα. Αυτό της Καθαρεύουσας. Η γλώσσα αυτή είχε «καθαριστεί» (εξού και το όνομα) από τις ξενικές προσθήκες, χρησιμοποιούσε τους κανόνες των αρχαίων και της αρχαΐζουσας, αλλά είχε ως θεμέλιο λίθο την λαϊκή γλώσσα. Στο μόρφωμα της Καθαρεύουσας συνέβαλε κατά πολύ και ο Αδαμάντιος Κοραής.
Κάπως έτσι πορεύθηκε η χώρα για σχεδόν 150 χρόνια. Άλλη «γλώσσα» μιλούσαν τα παιδιά στο σπίτι τους και τις παρέες τους, και άλλη στο σχολείο. Άλλη «γλώσσα» μιλούσαν οι βουλευτές στο βήμα της Βουλής και άλλη στα έδρανα, στις μεταξύ τους συζητήσεις. Τα εισαγωγικά μπαίνουν διότι κυριολεκτικά δεν μπορεί να υπάρξει διαχωρισμός γλωσσών εφόσον μιλάμε για μία ενιαία γλώσσα, την ελληνική. Η Καθαρεύουσα, η αρχαΐζουσα, η Δημοτική, η αρχαία ελληνική, αλλά και η Σύγχρονη ελληνική, αποτελούν απλώς διαφορετικές μορφές της ίδιας «μητέρας γλώσσας». Της Ελληνικής.
Κατά καιρούς και ενώ όλο και περισσότεροι λόγιοι υποστήριζαν την απλοποίηση της γλώσσας και αντικατάσταση τής καθαρεύουσας με την δημοτική, ξεσπούσαν διάφορα επεισόδια. Ναι καλά διαβάζουμε, επεισόδια στους δρόμους της Αθήνας για την ελληνική γλώσσα. Κάπου εκεί στα 1901 είναι όταν ο συγγραφέας Αλέξανδρος Πάλλης, «αποδίδει εις την γνησίαν γλώσσαν του ελληνικού Λαού», το Ευαγγέλιο, τις τέσσερις αφηγήσεις των Ευαγγελιστών της Αγίας Γραφής, που τις προσονόμασε «Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό Χειρόγραφο». Το έργο αυτό εκτυπώθηκε σε «εργαστήριον εν Αλεξανδρεία της Αιγύπτου» το 1901 με έξοδα της βασίλισσας Όλγας.
Υπήρξαν αντιδράσεις αρχαϊστών από την κίνηση αυτή, όμως η αλήθεια είναι πως το γεγονός πέρασε απαρατήρητο. Το «μπάχαλο» έγινε όταν η εφημερίδα Ακρόπολις αποφάσισε τον Οκτώβριο του 1901 να το δημοσιεύει σε συνέχειες, υπό τον τίτλο «Το έργον της Βασιλίσσης η Ακρόπολις το συνεχίζει». Ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας Βλάσης Γαβριηλίδης, φυσιογνωμία προοδευτική, έκρινε ότι «θεάρεστον έργον είναι» να φθάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι και να «γίνει απολύτως αντιληπτόν» από κάθε Ορθόδοξο Έλληνα το Ευαγγέλιο.
Όπως καταλάβατε σκοπός ήταν οι περισσότεροι Έλληνες εκείνη την εποχή οι οποίοι δεν είχαν ούτε την βασική εκπαίδευση να αποκτήσουν «πρόσβαση» στα πατερικά κείμενα. Αυτό όμως προκάλεσε τρομερές αντιδράσεις. Κάτι παράξενο για την σημερινή εποχή, ήταν πως αυτοί που αντέδρασαν πρώτοι ήταν οι φοιτητές. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο Γαβριηλίδης ενήργησε έχοντας την σύμφωνη γνώμη τού τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου για την δημοσίευση του Ευαγγελίου και την συγκατάθεση του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Εμμανουήλ Ζολώτα.
Με την παρακίνηση καθηγητών τους, όπως οι «γλωσσαμύντορες» αντιδημοτικιστές ακαδημαϊκοί Κόντος, Βάσης και Μιστριώτης, οι φοιτητές άρχισαν να δραστηριοποιούνται. Αποτέλεσμα ήταν πως μετά την σύσκεψη πολλών φοιτητών και καθηγητών, να μεταβούν στα γραφεία της Ακροπόλεως και να ζητήσουν την άμεση διακοπή των δημοσιεύσεων. Το επεισόδιο έμεινε εκεί, όμως όχι για πολύ. Το ζήτημα, μέρα με την ημέρα λάμβανε διαστάσεις και όλο και περισσότερος κόσμος αντιδρούσε.
Η αλήθεια είναι πως οι αντιδράσεις ήταν εν μέρει δικαιολογημένες και αυτό διότι το γλωσσικό ζήτημα δεν αφορούσε μόνο την γλώσσα, αλλά ήταν ένα «εθνικόν ζήτημα». Μην ξεχνάμε το μέγεθος της χώρας εκείνη την περίοδο, αλλά και τις απειλές από το εξωτερικό. Το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων ήταν «αλύτρωτοι», και ο εθνικισμός είχε γερές βάσεις στην ελληνική κοινωνία. Έτσι οποιαδήποτε προσπάθεια κάποιου να «ακουμπήσει» την γλώσσα αυτομάτως τον μετέτρεπε σε εθνοπροδότη, διότι διέκοπτε την «ακέραιη σχέση» με την γλώσσα των προγώνων μας. Στα πρωτοσέλιδα διαφόρων εφημερίδων οι δημοτικιστές παρουσιάζονταν ως άθεοι, προδότες και Σλάβοι, λόγω της ρωσικής καταγωγής της βασίλισσας.
Τελικά, στις 7 Νοεμβρίου μια ογκώδης και οχλοκρατική συγκέντρωση στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, την οποία συγκάλεσαν αυτόκλητοι «γλωσσαμύντορες» και πολιτικάντηδες της ομάδας Δηλιγιάννη, κατέληξε σε φονικό. Οι χωροφύλακες, χάνοντας τον έλεγχο της κατάστασης, πυροβόλησαν στο πλήθος όταν κάποιοι, παρακινούμενοι από το υβρεολόγιο εναντίον του Αρχιεπισκόπου, άρχισαν να κινούνται προς την Αρχιεπισκοπή. Ο τραγικός απολογισμός των επεισοδίων αυτών ήταν οκτώ έως έντεκα, σύμφωνα με διάφορες πηγές, νεκροί. Επίσης, υπήρξαν 70 τραυματίες και 22 συλληφθέντες, οι οποίοι παρέμειναν στα κρατητήρια των στάβλων της Χωροφυλακής τρία εικοσιτετράωρα.
Τελικά η Ακρόπολις πείστηκε και διέκοψε τις δημοσιεύσεις βγάζοντας και ανακοίνωση στην οποία τόνιζε πως, παραμένει «πολέμιος αμείλικτος παντός φρονούντως αντεθνικώς και ατίμως ότι το Ευαγγέλιον πρέπει να αναγιγνώσκεται εν ταις εκκλησίαις εις άλλην τινά γλώσσαν πλην εκείνης εις την οποίαν εγράφη υπό των Θεοπνεύστων ανδρών».
Ανάλογες αντιδράσεις είχε προκαλέσει δύο χρόνια μετά, η μετάφραση της Ορέστειας του Αισχύλου από τον Γεώργιο Σωτηριάδη, ενός «ευρυμαθούς ελληνιστού και διαπρεπούς αρχαιολόγου». Τον Νοέμβριο του 1903, φοιτητές, υποκινημένοι και αυτή τη φορά από τον καθηγητή τους Γεώργιο Μιστριώτη, διαδήλωσαν απαιτώντας να μην γίνει η παράσταση. Οι διαδηλώσεις κατέληξαν σε αιματηρά επεισόδια με έναν, ή κατά άλλες πηγές δύο, νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Τα θλιβερά αυτά επεισόδια έμειναν στην Ιστορία ως «Ορεστειακά».
Αυτά ήταν από τα πιο σημαντικά γεγονότα που σημαδεύουν το γλωσσικό ζήτημα, το οποίο όπως αναφέρθηκε παραπάνω δεν ήταν πρόβλημα της σύγχρονης Ελλάδος, αλλά ένα ζήτημα που απασχολούσε τους Έλληνες και ελληνόφωνους πληθυσμούς από την αρχαιότητα. Είναι λίγο μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση που εμφανίζονται οι πρώτοι αττικιστές. Την περίοδο εκείνη μετά από σχεδόν 2 αιώνες ελληνιστικής κυριαρχίας στην ανατολική Μεσόγειο, πολλοί αλλόγλωσοι χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά προκειμένου να συνεννοηθούν, πράγμα που συνεχίστηκε και μετά την επικράτηση των Ρωμαίων στις περιοχές αυτές. Οι αττικιστές εναντιώνονταν στην απλοποίηση της γλώσσας εκφράζοντας την αντίληψη πως τα σωστά ελληνικά αντιπροσωπεύονται από την γλώσσα που ομιλείτο στην κλασσική Αθήνα.
Τέλος, λίγο μετά την μεταπολίτευση η καθαρεύουσα μπήκε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας λήγοντας αυτό το πρόβλημα. Σαν σήμερα το 1977 ήταν που ξεκίνησε να εφαρμόζεται η εγκύκλιος, σύμφωνα με την οποία όλα τα δημόσια έγγραφα στην Ελλάδα θα συντάσσονται πλέον στη Δημοτική.