Στα δύο βασικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας «πατάει» ο Π. Τόμσεν και η ομάδα του, προκειμένου να αποκρούσει τα σενάρια των Ευρωπαίων για τις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές δυνατότητες της Ελλάδας: στην παρατεταμένη ύφεση και στα διψήφια ποσοστά ανεργίας, που έχει αποκτήσει δομικά χαρακτηριστικά.
Με φόντο τα σενάρια εργασίας του ESM και του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, τα οποία στην ακραία τους μορφή προβλέπουν διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ακόμα και πέραν της δεκαετίας ή της εικοσαετίας- κάτι που βρίσκεται απολύτως... λογικό η Κεντρική Τράπεζα της Γερμανίας- το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι σε δείγμα 55 χωρών και σε χρονικό διάστημα 200 ετών, υπήρξαν μόνο 15 επεισόδια ύφεσης διάρκειας άνω των 5 ετών και καμία χώρα δεν μπόρεσε να διατηρήσει πλεόνασμα μεγαλύτερο του 2%, μετά από μια τέτοια παρατεταμένη ύφεση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ταμείου, ανάμεσα στις χώρες που βίωσαν διψήφια ποσοστά ανεργίας από το 1980 και μετά, μόνο οι 4 από τις 22 μπόρεσαν να διατηρήσουν πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 3% για μια δεκαετία, ενώ αν εξαιρεθούν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες, τότε μένουν μόνο 2 από τις 4. Ψάχνοντας, δε, την πιο πρόσφατη ιστορία, ελάχιστες είναι οι χώρες με τόσο υψηλές δημοσιονομικές επιδόσεις και σε κάθε περίπτωση πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, εντός της Ευρωζώνης, μόνο το Βέλγιο και η Ιρλανδία- ο αποκαλούμενος Κέλτικος Τίγρης πριν το τραπεζικό κραχ- μπόρεσαν να διατηρήσουν πλεόνασμα τουλάχιστον 3,5% για πάνω από δέκα χρόνια και μόνο η Ιρλανδία είχε το «βάρος» των διψήφιων ποσοστών ανεργίας.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, αλλά και την πρόβλεψη για διατήρηση των υψηλών ποσοστών ανεργίας μέχρι τα μέσα του αιώνα (!), το Ταμείο επιμένει ότι και οι παραδοχές για βιώσιμα υψηλά πλεονάσματα σε βάθος χρόνου, θα πρέπει να μετριαστούν.
Είναι ενδεικτικό ότι και στην τελευταία του Έκθεση για τις δημοσιονομικές προοπτικές των χωρών- μελών του (Fiscal Monitor), ακόμα και η Νορβηγία, που εμφάνισε εκρηκτικά πλεονάσματα (15,5%), χωρίς να πτοείται ούτε στα χρόνια της κρίσης (ως 11,7%) λόγω της παραγωγής πετρελαίου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου δεν αναμένεται να πετύχει πλεονάσματα μεγαλύτερα του 2,1% ως το 2022.