O Tζόνι Ντεπ για πέμπτη φορά φοράει τη στολή του Τζακ Σπάροου και βγαίνει στις θάλασσες.
Μια νεαρή χορεύτρια αναζητάει την ταυτότητά της, η Ιζαμπέλ Ιπέρ υποδύεται ξεπεσμένη ντίβα της Eurovision και ένα ψυχολογικό θρίλερ με συγκεχυμένες ιστορικές αναφορές είναι μερικές από τις επιλογές της εβδομάδας.
Polina: ο Χορός είναι η Ζωή μου
(Polina, Danser sa vie)
Σκηνοθεσία: Βαλερί Μουλέρ, Άντζελιν Πρελιοκάτζ
Σενάριο: Βαλερί Μουλέρ (βασισμένο στο graphic novel του Μπαστιέν Βιβέ, «Polina»).
Παίζουν: Αναστάσια Σέβτσοβα, Ζιλιέτ Μπινός, Νιλς Σνάιντερ, Αλεκσέι Γκούσκοβ
Η Πολίνα είναι ένα ξεχωριστό κορίτσι. Μέσα από τον χορό δημιουργεί τη ζωή της, μέσα από τις εμπειρίες της μαθαίνει να χορεύει. Στο πλευρό της η συγκλονιστική χορογράφος Λίρια
θα της αποδείξει ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο!
Η κινηματογραφική μεταφορά του διάσημου graphic novel του Μπαστιέν Βιβέ, «Polina», που συνσκηνοθετoύν οι Άντζελιν Πρελιοκάτζ και Βαλερί Μουλέρ, περιγράφει τη διαδρομή μιας νέας γυναίκας και την προσπάθειά της να βρει την προσωπική και καλλιτεχνική της ταυτότητα.
Η 8χρονη Πολίνα είναι μια προικισμένη μπαλαρίνα, που ζει στη δεκαετία του ’90 στη Μόσχα. Παρά τη φτωχική της καταγωγή, γίνεται δεκτή στη φημισμένη σχολή του Καθηγητή Μποζίνσκι, ο οποίος εκπαιδεύει χορευτές για τα μπαλέτα Μπολσόι. Εκείνος αμέσως αντιλαμβάνεται το ταλέντο της και την κάνει να εργαστεί τόσο σκληρά που στα 18 της το όνειρό της επιτέλους γίνεται πραγματικότητα.
Όμως η σκληρή πειθαρχία και η ανελευεθερία του κλασικού συστήματος μαζί με τον έρωτά της για έναν νεαρό Γάλλο χορευτή θα οδηγήσουν την Πολίνα στην Ευρώπη. Κι εκεί θα αναγκαστεί να πειθαρχήσει σε χορογραφίες άλλων και
να εργαστεί σκληρά, μέχρι εξαντλήσεως, για να ικανοποιήσει χορογράφους και δασκάλους όχι όμως τον εαυτό της.
Τότε θα πάρει μια θαρραλέα απόφαση, αρνούμενη να συμβιβαστεί, θα απογοητεύσει τους γονείς της που την ονειρεύονται πρίμα μπαλαρίνα και θα αναζητήσει τους δικούς της
τρόπους έκφρασης, αλλά και την αληθινή αγάπη, μακριά από «μυθολογίες».
Η Βαλερί Μουλέρ, που υπογράφει το σενάριο, άλλοτε παραμένει πιστή στο πλοκή του graphic novel κι άλλοτε τονώνει την ιστορία αυτής της ιδιαίτερης χορεύτριας με ενδιαφέροντα στοιχεία ρεαλισμού, όπως η κοινωνική καταγωγή των
γονιών, που εντείνουν ακόμα περισσότερο τις εσωτερικές συγκρούσεις της ηρωίδας.
Οι δύο σκηνοθέτες (Πρελιοκάτζ και
Μουλέρ ) χρησιμοποιούν την τεχνική του σινεμασκόπ, ώστε οι χορευτές να μπορούν να έχουν και τα δύο τους χέρια ανοιχτά εντελώς, χωρίς περιορισμό, και κινηματογραφούν με ποιητικό τρόπο τις εξαιρετικές χορογραφίες της ταινίας.
Παράλληλα επιμένουν σε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση της καθημερινότητάς τους , αντιπαραβάλλοντας έτσι την ομορφιά της τέχνης με την σκληρή τους πειθαρχία και τον τεράστιο κόπο που
απαιτεί κάθε εναέριο βήμα τους. Χωρίς συναισθηματισμούς, εστιάζουν στην πορεία της Πολίνας και τελικά φτιάχνουν μια ταινία που καταγράφει την περιπέτεια μιας ενηλικίωσης μαζί και τις θυσίες που χρειάζεται να γίνουν για να βρει κάποιος την ελευθερία του.
Η Αναστάσια Σέβτσοβα στον ομώνυμο ρόλο είναι
πανέμορφη, αθώα και δυναμική, με εξαιρετικές χορευτικές ικανότητες. Στο πλευρό της η Ζυλιέτ Μπινός, που έχει παρελθόν χορεύτρια, υποδύεται την μέντορά της και δασκάλα της Πολίνας, αποτυπώνοντας την καλλιτεχνική αγωνία του δημιουργού.
Αquarius
Σκηνοθεσία: Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιο
Παίζουν: Σόνια Μπράγκα
Η Κλάρα, μια 65χρονη χήρα και συνταξιούχος κριτικός μουσικής, κατάγεται από μια πλούσια οικογένεια
της Βραζιλίας. Είναι η τελευταία κάτοικος του Aquarius, ενός ιστορικού κτιρίου που χτίστηκε τη δεκαετία του ’40 στο παραθαλάσσιο Ρεσίφε.
Όλα τα γειτονικά κτίσματα έχουν ήδη πουληθεί σε μια πολυεθνική που έχει άλλα σχέδια για την περιοχή.
Η Κλάρα έχει ορκιστεί ότι θα αφήσει το σπίτι της μόνο αν πεθάνει.
Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιο αφηγείται το τέλος μιας ολόκληρης εποχής , έχοντας ως πρωταγωνίστρια την θρυλική Σόνια Μπράγκα, αλλά από ένα σημείο και μετά εμπλέκεται σε έναν κυκεώνα πολιτικών σχολίων που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί.
Μια πλούσια Βραζιλιάνα, η Κλάρα, κινδυνεύει να χάσει το διαμέρισμά της, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της, όταν μια πολυεθνική εταιρεία αποφασίζει πως πρέπει να αγοράσει όλο το κτίριο.
Εκείνη μάχεται με νύχια και με δόντια, υπερασπιζόμενη τις αναμνήσεις της, αλλά και το δικαίωμά της να ζήσει τη ζωή της στα
εξήντα της χρόνια, να απολαύσει τον έρωτα και να είναι γυναίκα.
Το περιβάλλον της, εχθρικό απέναντι στις επιθυμίες της, αν και τυπικά της φέρεται με ευγένεια, ουσιαστικά προσπαθεί να την πείθει να υποχωρήσει και να υπογράψει έτσι την καταδίκη της. Κι ενώ η Κλάρα έχει την απόλυτη συμπάθειά μας, γεγονός
που πυροδοτεί και η αγέρωχη ερμηνεία της Μπράγκα, στο δεύτερο μισό της ταινίας ο Φίλιο αρχίζει να περιπλέκει τα πράγματα.
Η πρωταγωνίστριά του, που μόλις έχει απολαύσει τον πληρωμένο έρωτα ενός ζιγκολό, περνάει την διαχωριστική γραμμή της πόλης, μια γραμμή λυμάτων, για να βρεθεί στο σπίτι της υπηρέτρίας της, με σκοπό να της ευχηθεί για τα γενέθλιά της. Η Κλάρα, εντελώς αταίριαστη σε αυτόν τον κόσμο, θα δει με τα μάτια της την κοινωνική αδικία, για την οποία η τάξη της είναι υπεύθυνη, αλλά δεν θα αντιδράσει, απορροφημένη από τα δικά της ζητήματα.
Από εκεί και πέρα οι διαμαρτυρίες της για το διαμερισματάκι της μοιάζουν ανούσιες και η ταινία χάνει την μπάλα, ενώ θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτό το παιχνίδι εξουσίας, όπου οι ρόλοι του θύματος και του θύτη εναλλάσσονται.
Αντίθετα ο Φίλιο, προσπαθεί εμμονικά μας κάνει να ταυτιστούμε με την κεντρική ηρωίδα του, η οποία όμως στα μάτια μας δεν είναι πλέον μια αθώα που χάνει το σπίτι της, αλλά γρανάζι ενός συστήματος που δημιούργησε, ή τελοσπάντων βοήθησε να δημιουργηθεί.
Ακόμα και η επιβλητική Σόνια Μπράγκα δεν μπορεί να σώσει την κατάσταση, οπότε από ένα σημείο και μετά λίγο μας αφορά τι θα απογίνει το Aquarius
Οι πειρατές της Καραϊβικής: Η εκδίκηση του Σάλαζαρ (Pirates of the Caribbean: Salazar’s Revenge)
Σκηνοθεσία: Γιοακίμ Ρένινγκ και Εσπεν Σάντμπεργκ
Παίζουν: Τζόνι Ντεπ, Τζέφρι Ρας, Χαβιέ Μπαρδέμ, Ορλάντο Μπλουμ, Κάγια Σκοντελάριο
Αμείλικτοι ναυτικοί φαντάσματα, υπό τις οδηγίες του τρομερού και φοβερού Σάλαζαρ δραπετεύουν από το Τρίγωνο του Διαβόλου και βάζουν σκοπό της «ζωής»
τους να εξοντώσουν όλους τους πειρατές που υπάρχουν.
Ο Τζακ Σπάροου φυσικά βρίσκεται στην κορυφή της λίστας τους.
H πέμπτη ταινία του διασκεδαστικού franchise που πλέον απαριθμεί εκατομμύρια πιστούς οπαδούς, έρχεται ξανά στη μεγάλη οθόνη με μια αδύναμη ιστορία και ελάχιστες εκπλήξεις.
Ο θρυλικός Τζακ Σπάροου καταδιώκεται από φαντάσματα - πειρατές. Για να γλιτώσει πρέπει να βρει τη μυθική τρίαινα του Ποσειδώνα.
Στην προσπάθειά του να την ξετρυπώσει, θα πρέπει να ενώσει τις δυνάμεις του με την Καρίνα Σμιθ, μια πανέξυπνη και όμορφη
αστρονόμο, αλλά και τον Χένρι, έναν σκληροτράχηλο ναύτη του βασιλικού ναυτικού.
Κρατώντας το τιμόνι ενός αξιοθρήνητου σάπιου πλοίου, ο Τζακ δεν αναζητάει μόνο την παλιά καλή του τύχη που τον έχει εγκαταλείψει προ πολλού, αλλά ταυτόχρονα παλεύει να ξεφύγει από τον πιο επικίνδυνο κακό που έχει αντιμετωπίσει ως τώρα.
Η ιστορία του θρυλικού πειρατή που όλοι αγαπήσαμε, μπορεί να έχει όλα τα στοιχεία μιας θαλασσινής περιπέτειας, και να είναι γεμάτη εντυπωσιακά εφέ, όμως δεν καταφέρνει να ξεφύγει τους σκοπέλους της επανάληψης.
Ο Χαβιέ Μπαρδέμ και ο Τζέφρι Ρας αναλώνονται σε ρόλους χωρίς ενδιαφέρον,
παρά από την γκροτέσκ αμφίεσή τους, ενώ η ερωτική ιστορία των δύο νεώτερων της παρέας δεν έχει σπίθα και λάμψη. Ακόμα και το χιούμορ του Τζακ μοιάζει πλέον παρωχημένο κι ο ευφάνταστος τύπος που δημιούργησε ο δαιμόνιος Τζόνι Ντεπ κινδυνεύει να καταβαραθρωθεί, αν οι παραγωγοί δεν σταματήσουν να εκμεταλλεύονται το brabd name της ταινίας.
Chuck: η Ιστορία του πραγματικού Rocky Balboa (Chuck)
Σκηνοθεσία: Φιλίπ Φαλαρντό
Παίζουν: Λιβ Σράιμπερ, Ελίζαμπεθ Μος, Ρον Πέρλμαν, Ναόμι Ουότς, Τζιμ Γκάφιγκαν, Μάικλ Ραπαπόρτ
Τα αιματοβαμμένα ρινγκ που άφηνε στο πέρασμά του ήταν καθημερινότητα. Οι γυναίκες που αγαπούσαν να τον μισούν ήταν πάντα στο μυαλό του.
Τα ποτά και η άσωτη ζωή τον καθόρισαν.
Γνωρίστε τον Chuck, τον πραγματικό Rocky Balboa!
Ο Τσακ Ουέπνερ, ένας πωλητής αλκοολούχων ποτών από το Νιού Τζέρσεϊ, κατάφερε να αντέξει 15 γύρους στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Βαρέων
Βαρών του 1975 εναντίον του διασημότερου μποξέρ όλων των εποχών, Μοχάμεντ Άλι, και ενέπνευσε το πολλών δισεκατομμυρίων franchise του Rocky. Ποιος όμως είναι ο άνθρωπος πίσω από τον μύθο;
Παράξενο που ο Σιλβέστερ Σταλόνε έδωσε την άδεια για να γυριστεί μια ταινία , η οποία στην ουσία
αποκαθηλώνει τον κινηματογραφικό ήρωα που τον έκανε διάσημο σε όλο τον πλανήτη. Εδώ ο Τζακ είναι ένας μποξέρ που τρώει ξύλο, υποκύπτει στην ματαιοδοξία του, θαμπώνεται από τη λάμψη των προβολέων κι χάνει την αληθινή του ταυτότητα, μέσα από ένα κινηματογραφικό κατασκεύασμα που ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα γνωρίσει την άνοδο και την πτώση και θα συντριβεί, μέχρι που θα καταλάβει ότι η ζωή είναι αλλού.
Η σκηνή που προσπερνάει χαμογελώντας το άγαλμα του Ρόκυ- Σταλόνε στο Χόλυγουντ κρατώντας από το χέρι του την αγαπημένη του συμπυκνώνει
ουσιαστικά την πρόθεση του Φιλίπ Φαλαρντό, που επιμένει να υπογραμμίζει την ανθρώπινη διάσταση ενός συμπαθούς τελικά αντιήρωα.
Η ζωή μπορεί τελικά να έχει περισσότερο σασπένς, λέει ο Φαλαρντό, που αν και δεν αποφεύγει στερεοτυπικά κλισέ σχετικά με το εφήμερο της δόξας, τολμάει να απογυμνώσει μια περσόνα που εκατομμύρια θεατές έχουν λατρέψει.
Με μια πολύ καλή αναπαράσταση της εποχής των 70’s και χωρίς κριτική διάθεση αφηγείται την ιστορία ενός κοινού θνητού, επιμένοντας όχι τόσο στα γεγονότα, όσο στην δίνη που τον παρέσυρε.
Το δείπνο (The Dinner)
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Όρεν Μόβερμαν
Παίζουν: Ρίτσαρντ Γκιρ, Ρεμπέκα Χολ, Λόρα Λίνεϊ, Στιβ Κούγκαν, Κλοέ Σεβινί
Όταν ο Σταν Λόχμαν προσκαλεί τον μικρότερο αδελφό του Πολ και τη σύζυγό του Κλερ να δειπνήσουν σ’ ένα από τα πιο μοδάτα εστιατόρια της πόλης, κανείς τους δεν μπορεί να φανταστεί το πόσο «άβολα» για όλους θα εξελιχτεί αυτή η νύχτα.
Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χέρμαν Κόχ, η ταινία του Όρεν Μόβερμαν είναι ένα σκοτεινό ψυχολογικό θρίλερ, βασισμένο στην έντονη αντιπαράθεση δύο ζευγαριών κατά τη διάρκεια ενός δείπνου σε ένα πανάκριβο εστιατόριο.
Δυο αδέρφια, ο Πολ και ο ο Σταν, θα συναντηθούν με τις συζύγους τους για να λύσουν ένα σοβαρό θέμα που απειλεί την ευτυχία τους: τα παιδιά τους έχουν διαπράξει ένα βίαιο έγκλημα, που πρέπει να συγκαλυφθεί, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο μιας και τα καμάρια τους έχουν καταγράψει σε ένα βίντεο τις αποτρόπαιες πράξεις τους .
Ο Πολ , καθηγητής ιστορίας, που έχει σταματήσει να εργάζεται εξαιτίας μίας νευρικής κατάρρευσης, και ζει με επιδόματα , εμφανίζεται στην αρχή ως ένας ιδεολόγος που βιώνει το προσωπικό του δράμα, ενώ ο Σταν διεκδικεί θέση Κυβερνήτη και βρίσκεται στη μέση μίας επιτυχημένης πολιτικής εκστρατείας.
Οι προσωπικές τους εντάσεις και συγκρούσεις εξελίσσονται σ’ έναν πόλεμο ηθικής, που αποκαλύπτει το αληθινό τους πρόσωπο.
Οι όποιες ψυχαναλυτικές ερμηνείες αποδυναμώνονται μπροστά στην τερατώδη φύση των ηρώων, που προκειμένου να επιβιώσουν είναι πρόθυμοι να απαρνηθούν, αλλά και να διαστρεβλώσουν κάθε αρχή που φαίνεται πως υπερασπίζονταν.
Ο Μόβερμαν χρησιμοποιεί τρία βασικά οπτικά στυλ: ένα για το εστιατόριο, ένα δεύτερο για το έγκλημα και ένα τρίτο για το οικογενειακό ιστορικό και το παρελθόν των πρωταγωνιστών του.
Μέσα σε αυτό τον κόσμο, οι άνθρωποι ενεργούν μόνο με βάση το αντιληπτό συμφέρον τους και είναι πολύ δύσκολο γι’ αυτούς να αναγνωρίσουν τα προβλήματα ή να ταυτιστούν με τις απόψεις άλλων, χάνοντας έτσι την ανθρωπιά τους.
Αν και πολλές φορές δεν αποφεύγει τις γενικεύσεις, ο Μόβερμαν καταγράφει το αδηφάγο και ανελέητο παιχνίδι της επιβίωσης με απαισιόδοξη διάθεση, στήνοντας ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, όπου κανείς δεν μένει αλώβητος.
Όμως οι ιστορικές αναφορές του που γίνονται με off αφηγήσεις στον αμερικανικό εμφύλιο είναι μάλλον άστοχες σε μια ιστορία που έχει καθαρά υπαρξιακό προσανατολισμό.
Αντίθετα την φορτώνουν με θεωρητικούς συσχετισμούς και μια στομφώδη ρητορεία που αποδυναμώνει τις συγκρούσεις.
Οι ηθοποιοί όμως βέβαια με επιδέξιους χειρισμούς υπηρετούν τις μεταστροφές των χαρακτήρων τους, αποκαλύπτοντας σταδιακά τα χαρτιά τους, μέσα σε αυτό το τόσο πολιτισμένο περιβάλλον που προσπαθεί να υποθάλψει την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
Σουβενίρ (Souvenir)
Σκηνοθεσία: Μπαβό Ντεφίρν
Παίζουν: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Κεβίν Αζαΐ, Γιόχαν Λεϊσέν
Η Λιλιάν ήταν κάποτε η Λάουρα, μία τραγουδίστρια που πήρε μέρος το 1974 στον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision και έχασε με μικρή διαφορά από τους ABBA. Σήμερα συσκευάζει φαγητό σε μια μικρή βιοτεχνία και τίποτα δεν θυμίζει την άλλοτε μεγάλη σταρ.
Μέχρι την ημέρα που θα γνωρίσει τον εικοσάχρονο Ζαν, που την ερωτεύεται και την πείθει να επιστρέψει στην σκηνή.
Μια ανούσια κομεντί πάνω στο χιλιοειπωμένο μοτίβο της την «Σαραντάρας και του πρωτάρη» με την απόλυτη ντίβα Ιζαμπέλ Ιπέρ να κάνει ό,τι μπορεί για να προσδώσει διαστάσεις σε μια ηρωίδα, που θυμίζει κάπως μια μεσήλικη Σταχτοπούτα.
Μια πάλαι ποτέ σταρ του τραγουδιού μετά από έναν αποτυχημένο έρωτα εγκαταλείπει την καριέρα της και αλλάζει ζωή.
Πλέον εργάζεται σε ένα εργοστάσιο, ώσπου ένας νεαρότερος συνάδελφός της την αναγνωρίζει και αποφασίζει να την βγάλει από την αφάνεια.
Παράλληλα μεταξύ τους αναπτύσσεται και το απαραίτητο ειδύλλιο.
Εκείνη πετάει τη στολή εργασίας και μεταμορφώνεται σε αρτίστα ολκής, σαν να μην πέρασε μια μέρα, ενώ παράλληλα ο πρώην εραστής της τη βοηθάει να κερδίσει ένα διαγωνισμό τραγουδιού, που της ξαναδίνει την χαμένη της αίγλη.
Η Ιζαμπέλ Ιπέρ καταβάλλει προσπάθεια να φτιάξει έναν χαρακτήρα που να έχει κάτι από την παρακμή και την αναγέννηση των ηρωίδων του Τενεσί Ουίλιαμς, όμως η αβάσταχτη ελαφρότητα του σεναρίου και η ροζ αντίληψη του Μπαβό Ντεφίρν που φλερτάρει ανενδοίαστα με το φτηνό μελόδραμα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια σε αυτή την καλή ηθοποιό να κάνει αυτό που ξέρει καλά.
Δυστυχώς το «Σουβενίρ», είναι από εκείνες τις ταινίες που όλοι θα θέλουμε να ξεχάσουμε, με μόνη εξαίρεση τη μουσική που έχουν γράψει οι Pink Martini.
«Η Απεργία» (Stachka)
Σοβιετική Ένωση, 1925, Διάρκεια 94΄
Σκηνοθεσία: Σεργκέι Αϊζενστάιν
Σενάριο: Grigori Aleksandrov, Sergei M. Eisenstein, Ilya Kravchunovsky, Valerian Pletnev.
Παίζουν: Grigori Aleksandrov, Maksim Shtraukh, Mikhail Gomorov (η Ομάδα Πράλετκουλτ Grigori Aleksandrov, Maksim Shtraukh, Mikhail Gomorov, και ερασιτέχνες ηθοποιοί).
Κατά τη διάρκεια της τσαρικής κυριαρχίας στην Ρωσία, οι εργαζόμενοι ενός εργοστασίου είναι εν βρασμώ εν όψει μεγάλης απεργίας.
Οι εργοδότες τους στέλνουν κατασκόπους δικούς τους και της κυβέρνησης, για να δουν τι μπορεί να κάνουν.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του πρωτοπόρου Σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν, γεμάτη συμβολισμούς και αντιθέσεις, αφηγείται την καταστολή μιας απεργίας κάνοντας χρήση του μεταφορικού μοντάζ.
Η ταινία γυρίστηκε με πενιχρό κεφάλαιο, αλλά η τεχνική του Αϊζενστάιν, που ήταν μόλις 26 χρόνων, είναι ξεκάθαρη. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης τη χαρακτηρίζει «κινηματοθεατρικό» έργο και τη διαιρεί σε έξι πράξεις:
Η χρήση σύντομων θραυσματικών εικόνων, από τις οποίες συχνά απουσίαζε η εσωτερική συνοχή, δημιουργούν τη θεωρία του «μοντάζ της σύγκρουσης» του Αϊζενστάιν, που συνίσταται στο ότι το σινεμά δε μιλά ποτέ μέσω μιας μεμονωμένης εικόνας.
Οι διαφορετικές εικόνες σε αντιπαράθεση ενεργούν σαν λέξεις σε μια φράση, διαμορφώνοντας μια μοντερνιστική θεωρία, ικανή να εκφράζει αφηρημένες ιδέες, δημιουργώντας εννοιολογικές σχέσεις μέσα από πλάνα αντίθετου οπτικού περιεχομένου.
Στην παγίδα του νόμου ( Down by law)
Αμερικάνικη μαύρη-κωμωδία (19866)
Σενάριο- Σκηνοθεσία: Τζιμ Τζάρμους
Παίζουν: Τζον Λιούρι, Τομ Γουέιτς και Ρομπέρτο Μπενίνι.
Ένας Ιταλός τουρίστας που μιλάει ελάχιστα αγγλικά, ο Μπομπ, ένας άνεργος dj, ο Ζακ κι ένας νταβατζής της πλάκας βρίσκονται φυλακισμένοι στο ίδιο κελί για αδικήματα που δεν διέπραξαν.
Καμιά φυλακή δεν είναι όμως αρκετά μεγάλη για να χωρέσει τους τρεις απίθανους και τόσο διαφορετικούς τύπους.
Μινιμαλιστική κωμωδία με pulp ήρωες και παρεκτροπές προς το νουάρ, ανατρέπει πάμπολλους κανόνες και σταθερές περί αφηγηματικούκινηματογράφου και χρησιμότητας της τέχνης.
Οι ρυθμοί της ταινίας είναι καθαρά μουσικοί.
Ο τίτλος είναι κι αυτός ένα λεκτικό παιχνίδι με τη μουσική –μ «Down by Law» είναι ένα μουσικό στιλ της be-bop jazz του '30.
Ο Τζάρμους εμπνεύστηκε από την ταινία του 1968 «Δυο λιοντάρια στον Ειρηνικό», με τον Λι Μάρβιν (αγαπημένο του ηθοποιό του) και τον Τοσίρο Μιφούνε.
Οι δύο βασικοί ήρωες προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα και αναγκάζονται να συνυπάρξουν στον ίδιο περιοριστικό χώρο, γεγονός που τους οδηγεί σε σύγκρουση, που επιλύει με την παρουσία του ο καταλυτικός Ιταλός.
Σημαντικό ρόλο στην ατμόσφαιρα της ταινίας παίζει τόσο η ασπρόμαυρη φωτογραφία του κινηματογραφιστή Ρόμπι Μίλερ (τακτικού συνεργάτη του Τζάρμους), όσο και η μουσική των Τζον Λιούρι και Τομ Γουέιτς.
Σήμα κατατεθέν της ταινίας και του σκηνοθέτη είναι επίσης ο χαρακτήρας του ξένου, που βλέπει την Αμερική με άλλη οπτική, προσφέροντας μια εναλλακτική θέαση των πραγμάτων.