Σαν καλά προστατευμένο μυστικό, σαν κάτι που κανείς δεν έπρεπε να πει δυνατά, ούτε να δείξει ότι ξέρει, η Μαίρη Τσώνη ζούσε στον δικό της δύσκολο κόσμο.
Συναναστρεφόταν λίγους ανθρώπους, είχε ελάχιστους φίλους, εμπιστευόταν ακόμα λιγότερους. Κλεισμένη στον εαυτό της, στα προβλήματα και στις προσωπικές της αγωνίες, έμοιαζε να έχει αποτραβηχτεί από όλα, σαν να είχε εγκλωβιστεί στο δικό της περιθώριο.
Κι όμως δεν ήταν λίγοι εκείνοι που γνώριζαν, που έβλεπαν ότι το όμορφο κορίτσι, η «μικρή κόρη» της δυσλειτουργικής οικογένειας του «Κυνόδοντα», «δεν έμενε πια εδώ». Ηταν φανερό, εδώ και πολλά χρόνια, στις ξαφνικές εναλλαγές στη συμπεριφορά της, στον τρόπο που χανόταν, εμφανιζόταν, για να εξαφανιστεί ξανά, στον τρόπο που, ενίοτε, ζητούσε βοήθεια, συμπαράσταση ή προστασία από τους άλλους. Φαινόταν σε κάθε της έκφραση, σε κάθε της κίνηση.
Ηταν όμως δύσκολο να βρει τη χείρα βοηθείας που αναζητούσε, το αποκούμπι που έψαχνε, γιατί η ίδια δεν ήταν έτοιμη, δεν μπορούσε να κάνει το άλμα που απαιτούσε η κατάστασή της. Δεν είχε αποφασίσει να ξεκόψει από τις εξαρτήσεις που την παγίδευαν, από τις κακές συνήθειες στις οποίες είχε ενδώσει. Τα τελευταία χρόνια, η Μαίρη Τσώνη είχε μπει σε εκείνο τον σκοτεινό δρόμο των τεχνητών παραδείσων, που δεν την οδηγούσε πουθενά. Στο αδιέξοδο. Δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες της, την κατάθλιψή της, να δει τη ζωή της κατάματα και να σωθεί. Σαν να είχε παραιτηθεί.
«Τι σας νοιάζει αν έπαιρνε ναρκωτικά ή όχι η Μαίρη Τσώνη, δεν μπορώ να καταλάβω. Τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και όλα αυτά είναι το μέσο για το καθημερινό ταξίδι στη λήθη, έτσι ώστε να μπορείς να σκεπάζεις κάπως πιο απαλά την ψυχή σου για να μην κρυώνεις», έγραψε στο Facebook ο Δημήτρης Κατριβέσης και ο ηθοποιός Αντίνοος Αλμπάνης αναδημοσίευσε την ανάρτηση.
Μοναχική, φοβική, υποχόνδρια, δύσπιστη είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που η ίδια έδινε στον εαυτό της. «Θα ήθελα να είμαι πιο αφελής, πιο ανοιχτή. Δεν ήμουν έτσι πιο μικρή. Μερικές φορές αναπολώ αυτές τις στιγμές» (Lifo, 2009). Φαίνεται όμως ήταν τόσο λίγες αυτές οι στιγμές, που δεν κατάφεραν να αντιστρέψουν την πορεία της.
«Μπορεί και να σε είχα σώσει», σκέφτηκε η φίλη της, το κορίτσι που βρήκε νεκρή τη Μαίρη Τσώνη μέσα στο διαμέρισμά της στα Εξάρχεια. Και θέλησε να της ζητήσει συγγνώμη που δεν την έψαξε νωρίτερα, που καθυστέρησε να φτάσει, που δεν μπόρεσε να κάνει κάτι.
Η 30χρονη μουσικός και ηθοποιός, αν και είχε ήδη καλέσει μόνη της το ασθενοφόρο, ζητώντας βοήθεια, δεν τα κατάφερε. Σαν να ένιωσε ότι το τέλος πλησιάζει, έκανε μια ύστατη κίνηση σωτηρίας. «Δεν αισθάνομαι καλά», είπε στους άνδρες του ΕΚΑΒ που έσπευσαν. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν αργά. Οταν έφτασε το ασθενοφόρο, όταν έφτασε η φίλη της, είχε ήδη φύγει μακριά, πολύ μακριά, για ένα ταξίδι στο οποίο είχε πάρει ήδη το εισιτήριο.
Ενα απροσδιόριστο χάρισμα στην όψη της, ένα ταλέντο που για κάποιους «πλημμύριζε τον χώρο», μια φωνή που ήθελε να εκφραστεί μουσικά, μια ροκ νοοτροπία, αλλά κατά βάθος ένα δυστυχισμένο πλάσμα που δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τους εφιάλτες του. Κάπως έτσι περιγράφουν τη Μαίρη Τσώνη άνθρωποι που τη συνάντησαν, τη γνώρισαν, τη συναναστράφηκαν.
Γεννημένη πριν από τριάντα χρόνια στην Αθήνα, έζησε στη Λιβαδειά ως τα δώδεκά της, μια που ταξίδευαν συχνά οικογενειακώς με τον εργολάβο πατέρα της. Ολοι μαζί, γονείς και κόρες -η Μαίρη είχε και μια αδελφή- μετακόμισαν έπειτα στην Κρήτη. Από εκεί έφυγε στα δεκαέξι της για την Αθήνα. Αλλά στην Κρήτη επέστρεψε χθες, στα Χανιά, όπου ζούσαν οι γονείς της, για να κηδευτεί. Το απόγευμα της Πέμπτης, μέσα στο λευκό φέρετρο, με τη λευκή ανθοδέσμη, εκεί στο Ακρωτήρι Χανίων παίχτηκε η τελευταία σκηνή του δικού της δράματος.
Από την Κρήτη έφυγε για να σπουδάσει χορό. Είχε περάσει στην Κρατική Σχολή Χορού, στο φυτώριο, λόγω του νεαρού της ηλικίας της, αλλά δεν παρέμεινε για πολύ. Μετά το Λύκειο έφυγε και πήγε στο Λονδίνο για να σπουδάσει ένα είδος που αγαπούσε ιδιαίτερα, το μιούζικαλ, μια τέχνη που συνδυάζει χορό και τραγούδι.
Γιατί το τραγούδι ήταν αυτό που αγαπούσε πραγματικά. Η γνωριμία της με τον σκηνοθέτη και μουσικό Αλέξανδρο Βούλγαρη, γιο του Παντελή Βούλγαρη και της Ιωάννας Καρυστιάνη, στάθηκε καθοριστική. Μαζί έφτιαξαν το συγκρότημα Mary and the Boy, που πρωτοεμφανίστηκε στις μουσικές σκηνές το 2005, για να διαλυθεί τέσσερα χρόνια μετά. Μια underground μουσική, με ήχους σκοτεινούς, ροκ καταβολών.
«Το συγκρότημα ήταν φτιαγμένο για να καεί», είχε πει σε συνέντευξή του Αλέξανδρος Βούλγαρης. «Η Μαίρη κι εγώ είμαστε άτομα που δεν αντέχουμε την αποδοχή ή την απόρριψη. Μας βγήκε πολύ έντονη βία απέναντι σε όλους, νομίζω ότι θέλαμε να τρομάξουμε τον κόσμο, και αυτούς που τους άρεσε και αυτούς που δεν τους άρεσε. Ισως έπρεπε να είχε τελειώσει και πιο νωρίς» (Lifo, 2009).
«Το σώμα σου - Τα χέρια μου - Το πρόσωπό σου - Τα μάτια μου»: Ετσι την αποχαιρέτησε ο boy του συγκροτήματος, Αλέξανδρος Βούλγαρης, μαζί με ένα τραγούδι από τα άλμπουμ που είχαν φτιάξει μαζί, «Praying for our sins», «Timemachine».
Ο κινηματογράφος, κυρίως, και λιγότερο το θέατρο, αποτέλεσαν σημεία αναφοράς της. Κυρίως, βέβαια, ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου, η ταινία που ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα και ήταν υποψήφια για Οσκαρ. Εκεί η Μαίρη Τσώνη ήταν η μικρή κόρη της οικογένειας. Οπως έλεγε, είχε χαρεί πολύ για την επιτυχία του «Κυνόδοντα», για την πορεία του στο εξωτερικό. Η ίδια είχε απολαύσει τη συνεργασία με τον σκηνοθέτη και το υπόλοιπο καστ. Ακόμα, είχε συμμετάσχει στις ταινίες «Το κακό», «Το κακό στην εποχή των ηρώων» του Γιώργου Νούσια, «Artherapy» του Νίκου Περράκη και «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Στο θέατρο δεν έπαιξε πολύ. Ηταν μια ξεχωριστή, φευγαλέα περσόνα, με καλή φωνή, εξ ου και η συμμετοχή της στην παράσταση του Εθνικού «Στάλιν» του Ακύλλα Καραζήση και του Μιχαήλ Μαρμαρινού.
Ετσι φευγαλέα, στα τριάντα της, έφυγε από τη ζωή.