Mία πλούσια κινηματογραφική εβδομάδα με ταινίες για μικρούς και μεγάλους.
Ο Κιμ Κι Ντουκ επανέρχεται με ένα συγκλονιστικό πολιτικό θρίλερ, τρεις νεανικές ταινίες, ένα ποιητικό animation για όλες τις ηλικίες, είναι μόνο μερικές από τις επιλογές μας.
Το δίχτυ (The Net)
Σκηνοθεσία: Κιμ Κι Ντουκ
Παίζουν: Ρίου Σέουνγκ-μπουμ, Λι Γουόν-τζουν, Κιμ Γιανγκ-μιν
Ένας φτωχός ψαράς από τη Βόρεια Κορέα ξεκινά, όπως κάθε πρωί, για ψάρεμα.
Το δίχτυ του όμως πιάνεται στη μηχανή και η βάρκα του παρασύρεται στα ύδατα της Νότιας Κορέας.
Το πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι αυτό το ατυχές γεγονός στην κορεατική χερσόνησο θα φανεί αμέσως μετά, όταν στην ελεύθερη πλευρά της, καλοθελητές αξιωματικοί κάνουν τα πάντα για να τον χρίσουν κατάσκοπο του καθεστώτος του Κιμ Γιονγκ.
Ο Κιμ Κι Ντουκ επανέρχεται μετά από τρία χρόνια με ένα δυνατό πολιτικό θρίλερ, που δεν φοβάται να πει τα πράγματα ωμά, τόσο ωμά που σίγουρα θα ενοχλήσει. Εγκαταλείποντας τις ποιητικές εικόνες του, ο Κορεάτης σκηνοθέτης είναι μάλλον πολύ θυμωμένος με όσα συμβαίνουν κι αποφασίζει να πει την αλήθεια χωρίς φόβο, αλλά με πάθος.
Ένας ψαράς από την Βόρεια Κορέα λόγω μιας ατυχούς στιγμής - το δίχτυ του πιάνεται στη βάρκα του- θα περάσει τα χωρικά ύδατα του κράτους με τους συμπατριώτες του να αντιλαμβάνονται μεν ότι όλα συμβαίνουν κατά λάθος, αλλά παρόλα αυτά ετοιμάζονται να τον πυροβολήσουν εν ψυχρώ.
Έτσι ξεκινάει το « Δίχτυ» εισάγοντάς μας στη σκληρότητα του καθεστώτος του Κιμ Γιονγκ.
Από εκεί και πέρα όμως αρχίζει μια άλλη περιπέτεια, που θα αποκαλύψει και το αδυσώπητο πρόσωπο της « πολιτισμένης» δυτικής πλευράς, ένα πρόσωπο που ίσως ξέρουμε, αλλά δεν θέλουμε να παραδεχτούμε.
Ο πρωταγωνιστής λοιπόν μεταφέρεται από τις αρχές της Νότιας Κορέας στη Σεούλ. Εκεί θα υποστεί τις βάναυσες ανακριτικές μεθόδους ενός σκληροτράχηλου αστυνομικού, που θέλει εμμονικά να αποδείξει ότι ο ταλαίπωρος ψαράς είναι κατάσκοπος.
Την ίδια ώρα ο διευθυντής της αστυνομίας θα επιμείνει πως δεν τον ενδιαφέρει η κατασκοπική ιδιότητα του κρατούμενου, αλλά να τον πείσουν να αυτομολήσει, συνεχώς επαναλαμβάνοντας ότι « πρέπει να σώσουν όσους περισσότερους μπορούν από τη δικτατορία».
Θα τον πετάξουν έτσι στους δρόμους μιας μεγαλούπολης για να γνωρίσει τα αγαθά της καταναλωτικής κοινωνίας και να μπει σε πειρασμό, ενώ εκείνος το μόνο που θέλει είναι να επιστρέψει στην οικογένειά του.
Ο ευγενής φρουρός του είναι μάλλον ο μόνος που καταλαβαίνει τι πραγματικά συμβαίνει σε αυτή την περίεργη υπόθεση.
Με θάρρος στέκεται απέναντι στους ανωτέρους του, εκφράζοντας ανοιχτά τις απόψεις του, κι εκείνοι, όπως οφείλει μια δημοκρατία, τον ακούν με στωικότητα, χωρίς όμως να του επιτρέπουν να δράσει. ‘Έτσι ο Κιμ Κι Ντουκ με καφκικό τρόπο περιγράφει πώς όλοι οι άνθρωποι είμαστε μπλεγμένοι σε ένα δίχτυ, όπου δεν υπάρχουν ιδεολογίες, δεν υπάρχουν αξίες, παρά μόνο ο νόμος του ισχυρού.
Μετά από την περιπέτειά του, από θαύμα ο ψαράς θα επιστρέψει στην πατρίδα του , όπου ο εφιάλτης του θα συνεχιστεί.
Με μια καθόλου αισιόδοξη διάθεση, ο Κιμ Κι Ντουκ περιγράφει την πυραμίδα της εποχής μας, όπου οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να υποστούν τις συνέπειες ενός απάνθρωπου συστήματος.
Ο γνωστός λυρισμός του υπάρχει μόνο στα πλάνα όπου ο ψαράς βρίσκεται μόνος στη θάλασσα, ενώ η υπόλοιπη ταινία ακολουθεί την ατμόσφαιρα ενός σκληρού θρίλερ, με σκηνές που σίγουρα θα προκαλέσουν μπορεί κάποιος να τις αποκαλέσει ακόμα και χονδροειδείς συμβολισμούς- όπως αυτήν που ένα μάτσο δολάρια ψαρεύονται μέσα από μια πανάθλια βρώμικη τουαλέτα.
Όχι, ο Κιμ Κι Ντουκ δεν λειτουργεί υπαινικτικά στο « Δίχτυ», λέει αυτό που θέλει όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται και όποιος μπορεί ακούει.
Ένας δράκος έρχεται, (Ejdeha Vared Mishavad! / A dragon arrives)
Σκηνοθεσία-Σενάριο-Παραγωγή: Μάνι Χαγκίγκι
Παίζουν: Αμίρ Χαντίντι, Χομαγιούν Γκανιζαντέχ, Εχσάν Γκουνταρζί, Κιάνα Ταχαμόλ
Ένας ντετέκτιβ ανακρίνεται από την αστυνομία για μια υπόθεση που είχε αναλάβει 50 χρόνια πριν. Οι αναμνήσεις σαρώνουν το παρόν με την ορμή μιας πορτοκαλί Σεβρολέ που διασχίζει την έρημο.
Μια πολύχρωμη, ποπ ταινία από το Ιράν, με αρκετές δόσεις σουρεαλισμού και αναφορές στην λατινοαμερικανική λογοτεχνία, που αναφέρεται στην ανακατασκευή της αλήθειας και της ιστορικής μνήμης
Στις 23 Ιανουαρίου 1965, μία μέρα μετά από τη δολοφονία του Ιρανού πρωθυπουργού Χασάν Αλί Μανσούρ, ένας πολιτικός κρατούμενος βρέθηκε κρεμασμένος, δίπλα σ’ ένα νεκροταφείο στη μέση ενός έρημου νησιού.
Ο θρύλος λέει πως κάθε φορά που θαβόταν κάποιος εκεί γινόταν σεισμός.
Έτσι ο ντετέκτιβ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τι πραγματικά έχει συμβεί, πιάνει δουλειά , έχοντας στο πλευρό του έναν μηχανικό ήχου κι έναν γεωλόγο.
Συνδυάζοντας το mokumentary με έντονα νέο- νουάρ στοιχεία, ο Μάνι Χαγκίγκι με μοντέρνα κινηματογραφική ματιά και θαρραλέα αφήγηση, που κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, περιγράφει μέσα από πολλαπλούς αφηγητές, διακοπτόμενες ιστορίες και χαμένα έγγραφα πώς η αλήθεια μετατρέπεται κι αλλάζει πρόσωπο.
Όταν τελειώνει η ταινία, ο θεατής καλείται να αποφασίσει τι θα πιστέψει και τι όχι, ακριβώς όπως συμβαίνει και στη ζωή όπου το γεγονός έχει πολλές οπτικές θέασης, οι οποίες εξαρτώνται από την προσωπική εμπειρία του αυτόπτη μάρτυρα.
Τελικά δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα για το αν η ιστορία « του δράκου που έρχεται» συνέβη ή όχι και με αυτό τον τρόπο ο ταλαντούχος Ιρανός σκηνοθέτης υπογράφει μια διασκεδαστική ταινία που μιλάει για ένα μείζον φιλοσοφικό ερώτημα σχετικά με τη φύση της αλήθειας.
Ο Μαθητευόμενος, (Apprentice)
Σκηνοθεσία: Μπου Τζανφένγκ
Παίζουν: Φιρ Ραχμάν, Γουάν Χανάφι Σου
Ο Αϊμάν είναι ένας 28χρονος σωφρονιστικός υπάλληλος, που πρόσφατα μεταφέρθηκε στη μεγαλύτερη φυλακή της περιοχής.
Ζει με τη μεγαλύτερη αδελφή του σε ένα μικρό συγκρότημα κατοικιών.
Στο νέο χώρο εργασίας του, γίνεται φίλος με τον 65χρονο Ραχίμ, που, όπως αποδεικνύεται, είναι ο επικεφαλής των δημίων της φυλακής κι ένας από τους πιο δραστήριους εκτελεστές στον κόσμο.
Όταν ξαφνικά ο βοηθός του Ραχίμ παραιτείται, προτείνει στον νέο του φίλο να γίνει ο μαθητευόμενός του. Αυτό ταράζει τον Αϊμάν , αφού ο Ραχίμ ήταν ο εκτελεστής του πατέρα του.
Μπορεί ο Αϊμάν να αγνοήσει τη συνείδησή του και το παρελθόν που τον στοιχειώνει και να γίνει ο μαθητής του δημίου;
Ο Μπου Τζανφένγκ από την Σιγκαπούρη παραδίδει μια εσωτερικής έντασης σπουδή πάνω στη θανατική ποινή , που ακόμα ισχύει στη χώρα του, παίρνοντας ανοιχτά θέση, ενώ ταυτόχρονα περιγράφει πώς ένας ολόκληρος μηχανισμός μπορεί να μετατρέψει τους πολίτες σε ψυχρούς εκτελεστές.
Ο Αϊμάν, γιος ενός δολοφόνου που απαγχονίστηκε, δουλεύει ως σωφρονιστικός υπάλληλος.
Με αυτή τη συνθήκη, από την αρχή ο Τζανφένγκ μάς δείχνει πώς ένα πρόσωπο αναγκάζεται να συμβιβαστεί προκειμένου να επιβιώσει, κάνοντάς μας να αναρωτιόμαστε γιατί αυτός ο νέος άνδρας που μεγάλωσε ορφανός εξαιτίας ενός απάνθρωπου νόμου επέλεξε να υπηρετήσει το σύστημα που τον εφαρμόζει.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, όταν αναπτύσσει μια φιλική σχέση με τον μεγαλύτερό του Ραχίμ, ο οποίος εκτέλεσε τον πατέρα του. Εκείνος είναι ένας πολίτης σαν όλους τους άλλους.
Πιστεύει ότι απλώς πρέπει να κάνει τη δουλειά του, αν και ο Τζανφένγκ με έξυπνο τρόπο δείχνει ότι τελικά γινόμαστε όσα συναινούμε να κάνουμε.
Ο Ραχίμ δεν είναι απλώς ένα όργανο, παίρνει μια κρυφή απόλαυση από τους θανάτους που προκαλεί, έστω και εντεταλμένα.
Όταν ζητάει από τον προστατευόμενό του να γίνει μαθητευόμενος, ο Αϊμάν θα βρεθεί μπροστά σε ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα.
Εστιάζοντας ως επί το πλείστον στο κλειστοφοβικό περιβάλλον της φυλακής και στις συνομιλίες των δυο ανδρών, ο ικανός σκηνοθέτης κινηματογραφεί με τελετουργικό και απάνθρωπα σκληρό τρόπο τις σκηνές των εκτελέσεων, στέλνοντας το μήνυμά του.
Οι πρωταγωνιστές του, ο Φιρ Ραχμάν και ο Γουάν Χανάφι Σου, ξεπερνούν τους σκοπέλους μιας μονοδιάστατης αντιμετώπισης των ηρώων τους, και με δικαιοσύνη αποκαλύπτουν τις ευθύνες κάθε πλευράς.
Η σκηνοθεσία εκμεταλλεύεται τις σιωπές και την υποδόρια ένταση των ηθοποιών και αποκαλύπτει με αργούς ρυθμούς έναν ολόκληρο μηχανισμό, που λειτουργεί ερήμην των πολιτών, καταρρακώνοντας τους τελικά.
Η ευφυΐα του Τζανφένγκ είναι ότι δεν επιβάλλει τις θέσεις του, αλλά αφήνει τον θεατή να επιλέξει σε ποια πλευρά θέλει να ανήκει.
Άγρια Όνειρα, (Mean Dreams)
Σκηνοθεσία: Νέιθαν Μορλάντο
Παίζουν: Σοφί Νελίς, Τζος Ουίγκινς, Μπιλ Πάξτον, Κολμ Φεόρε
Όλα θα αλλάξουν στη ζωή του Τζόνας, όταν δίπλα του θα μετακομίσει η Κέισι.
Ένας τρυφερός, νεανικός έρωτας αναπτύσσεται μεταξύ των δύο εφήβων, μέχρι τη στιγμή που ο Τζόνας θα ανακαλύψει πως η συνεχής, κατ’ οίκον κακομεταχείριση της Κέισι έχει πλέον γίνει επικίνδυνη.
Έτσι κάνει το πρώτο βήμα για την απόδρασή τους, κλέβοντας μία τσάντα που βρισκόταν στην κατοχή του διεφθαρμένου αστυνομικού, πατέρα της Κέισι, Γουέιν, γεμάτη χρήματα που προέρχονται από εμπόριο ναρκωτικών.
Με τα κλεμμένα μετρητά μοναδικό εφόδιο στην απόπειρά τους για μία καλύτερη ζωή, οι νεαροί εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και, υπό το ανελέητο κυνήγι του Γουέιν, καλούνται να μάθουν το σκληρό τίμημα της επιβίωσης.
O Μπιλ Πάξτον, σε έναν από τους τελευταίους ρόλους της καριέρας του, υποδύεται έναν πατέρα δυνάστη που εμποδίζει τον έρωτα δύο νέων, σε νέο-γούεστερν θρίλερ, όπου τα «στρατόπεδα» του καλού και του κακού είναι ευδιάκριτα.
Ο Τζόνας και η Κέισι είναι μια σύγχρονη εκδοχή του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας: δύο νεαρά παιδιά που γνωρίζονται κι ερωτεύονται, όμως ο πατέρας της νεαρής έχει αντίθετη γνώμη για τη σχέση τους.
Σκληρός αστυνομικός ο ίδιος, αλλά και μπλεγμένος σε παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, θεωρεί πως η κόρη του είναι κτήμα του και την κακομεταχειρίζεται κάθε φορά που εκείνη τολμάει να παραβεί τις εντολές του.
Ο Τζόνας προσπαθώντας να προστατεύσει την καλή του, κλέβει μια τσάντα με χρήματα από τον αδίστακτο πατέρα και διαφεύγει με την Κέισι. Φυσικά ο Γουέιν τους αναζητάει και τους οδηγεί στα όριά τους. Έτσι θα αναγκαστούν να μάθουν στους σκληρούς κανόνες της επιβίωσης.
Ο Νέιθαν Μορλάντο , προσπαθώντας να αποδώσει την σκληρότητα και τη βία της ενηλικίωσης , συχνά υποκύπτει σε τρομερά κλισέ, παρουσιάζοντας τους ενήλικες ως φρικτά τέρατα που δεν έχουν κανένα συναίσθημα ούτε καν προς τα ίδια τους τα παιδιά.
Αν και ίσως σε ένα μεταφορικό επίπεδο κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει, το ρεαλιστικό υπόβαθρο της ταινίας δεν επιτρέπει ανάλογους συσχετισμούς, οπότε οι ήρωές του, ειδικά οι ενήλικες, μοιάζουν χάρτινοι και μονοσήμαντοι, αν και ο Μπιλ Πάξτον προσπαθεί να αποδώσει στη φιγούρα του πατέρα κι άλλα χαρακτηριστικά.
Από την άλλη το πρωταγωνιστικό δίδυμο, που δεν έχει μεγάλη εμπειρία, δεν καταφέρνει να αναπτύξει επαρκώς τη σχέση των ηρώων ούτε την εσωτερική τους διαδρομή, ούτε να διαχειριστεί επαρκώς τα διλήμματα στα οποία πρέπει να απαντήσουν .
Αν και ο τρόπος που κινηματογραφεί ο Μορλάντο το δάσος μέσα στο οποίο χάνονται οι δυο νέοι, έχει ένα στοιχείο παραμυθένιο, η ιστορία του στερείται διαστάσεων και συχνά καταλήγει να ηθικολογεί σχετικά με το τι είναι καλό και κακό, με μια διδακτική διάθεση που κουράζει.
Φύλακες του Γάλαξια 2, Guardians of the Galaxy Vol.2
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Γκαν
Παίζουν: Κρις Πρατ, Ζόε Σαλντάνα, Ντέιβ Μπαουτίστα, Βιν Ντίζελ, Μπράντλεϊ Κούπερ
Η γνωστή διαγαλαξιακή ομάδα επιστρέφει με μια περιπέτεια στα όρια του σύμπαντος. Η αυτοσχέδια οικογένεια πρέπει τώρα να συσπειρωθεί ακόμα περισσότερο, καθώς πλησιάζει η ώρα που το μυστήριο της καταγωγής του Πίτερ Κουίλ θα αποκαλυφθεί.
Οι παλιοί εχθροί γίνονται σύμμαχοι και αγαπημένοι χαρακτήρες από τα κλασικά Marvel κόμικς εμφανίζονται για να βοηθήσουν τους φρουρούς.
Με ποπ διάθεση και τις καταπληκτικές μουσικές του Awesome Mixtape #2 να παίζουν δυνατά, η Μarvel θα ταξιδέψει τους «Φρουρούς τους γαλαξία» σε νέες
περιπέτειες.
Η ιστορία τους ξεκινά, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν ένα τεράστιο τέρας, πράγμα που και επιτυγχάνουν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο. Όταν όμως προσβάλλουν την Αρχιερέα, τότε θα βρεθούν κυνηγημένοι στο σύμπαν.
Τότε ένας παράξενος άνδρας εμφανίζεται από το πουθενά και λέει ότι είναι ο πατέρας του Πίτερ Κουίλ.
Η ομάδα θα πρέπει να μεταβεί στον παραδεισένιο πλανήτη του για να ανακαλύψει μια τρομακτική αλήθεια, που απειλεί τον γαλαξία.
Αυτή τη φορά οι φρουροί θα πρέπει να αναμετρηθούν με τα δικά τους φαντάσματα, για να ανακαλύψουν ότι τελικά οικογένειά μας είναι οι άνθρωποι που μας αγαπούν. Φυσικά δεν λείπουν πολλοί γνωστοί χαρακτήρες από τα κόμικς της Μarvel, τα εντυπωσιακά εφέ και το ιδιότυπο χιούμορ που έκανε την πρώτη ταινία τόσο αγαπητή στο νεανικό κοινό.
Ο Τζέιμς Γκαν ακολουθεί τη « συνταγή», στήνει φαντασμαγορικές σκηνές μάχης, και επενδύει στο αλλοπρόσαλλο ων ηρώων του, όμως αυτή τη φορά υπάρχει μια σχετική κούραση.
Πολλά αστεία μοιάζουν παρωχημένα, αν και δεν λείπουν κάποιες απολαυστικές ατάκες, ενώ η αποκάλυψη του μυστικού γίνεται απλοϊκά, χωρίς να προσφέρει περισσότερες αναγνώσεις.
Η σχέση της Γκαμόρα με την κακιά αδερφή της εξελίσσεται και αποκτάει μια ενδιαφέρουσα τρυφερότητα, ενώ η ερωτική της ιστορία με τον Κρις παίρνει σάρκα κι οστά. Όμως η ταινία από ένα σημείο και μετά πλατειάζει χωρίς λόγο, αποδυναμώνοντας το στοιχείο της δράσης. Οι φαν πάντως δεν θα απογοητευτούν.
Άγγελοι, (Fallen)
Σκηνοθεσία: Σκοτ Χικς
Παίζουν: Άντισον Τίμλιν Χάρισον Γκίλμπερτσον Τζέρεμι Ίρβιν
Η Λουσίντα «Λους» Πράις, μια δυναμική 17χρονη, ζει μια συνηθισμένη ζωή έως ότου θα κατηγορηθεί για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε.
Εξορισμένη στο αναμορφωτήριο Σουόρντ εντ Κρος, η Λους αισθάνεται μια περίεργη σύνδεση με δυο νεαρούς άντρες που τη διεκδικούν. Απομονωμένη και στοιχειωμένη από περίεργα οράματα, ανακαλύπτει σιγά σιγά τα μυστικά του παρελθόντος κι ότι εκείνοι είναι έκπτωτοι άγγελοι, που ανταγωνίζονται επί αιώνες για την αγάπη της. Η Λους πρέπει να αποφασίσει σε ποιον ανήκει η καρδιά της.
Μια πιο «θεολογική» , πλην όμως κακόγουστη εκδοχή του «Τwilight», που στόχο έχει να κερδίσει το νεανικό ως επί το πλείστον κοινό, φέρνοντας στο προσκήνιο έναν έρωτα διαφορετικό από τους άλλους.
Η Λουσίντα είναι μια νεαρή κοπέλα που αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα και κατατρύχεται από οράματα, που εκείνη τα ονομάζει σκιές. Μετά από ένα ατύχημα που θα κοστίσει τη ζωή ενός φίλου της, θα βρεθεί έγκλειστη σε ένα ίδρυμα αποκατάστασης προβληματικών
παιδιών.
Εκεί θα γνωρίσει μια αλλόκοτη παρέα και δυο εκ διαμέτρου αντίθετους άντρες που προσπαθούν να κερδίσουν την καρδιά της.
Σταδιακά η Λους θα ανακαλύψει με τη βοήθεια μιας καινούργιας της φίλης ότι αυτά τα παιδιά είναι στην ουσία έκπτωτοι άγγελοι, που εξορίστηκαν από τον Παράδεισο όταν δεν πήραν μέρος στη διαμάχη Θεού και Σατανά.
Πιασάρικο θέμα για το νεανικό κοινό το best seller της Λόρεν Κέιτ, που φέρνει στο προσκήνιο έναν μεγάλο έρωτα που διαρκεί αιώνες . Κι ο Σκοτ Χικς πετυχαίνει μεν να δημιουργήσει το σκοτεινό κι ατμοσφαιρικό περιβάλλον της ιστορίας, χρησιμοποιώντας όμως αρκούντως κιτσάτα εφέ, για να κάνει ελκυστικό το θέμα του.
Το βασικό όμως πρόβλημα είναι ότι το παραμύθι του αντιμετωπίζει εντελώς απλοϊκά μια βιβλική αλληγορία που αφορά στη σύγκρουση κάλου και κακού, οπότε το ενήλικο κοινο δύσκολα θα ταυτιστεί με τους ήρωές του.
Όταν Τελειώσει ο Έρωτας, (After Love)
Σκηνοθεσία: Γιοακίμ Λαφός
Παίζουν: Μπερενίς Μπεζό, Σεντρίκ Καν, Φρανσέσκο Ιταλιάνο
Μετά από 15 χρόνια συμβίωσης, η Mαρί και ο Μπορίς αποφασίζουν να πάρουν διαζύγιο. Η Mαρί έχει αγοράσει το σπίτι στο οποίο μένουν με τις δύο κόρες τους,
αλλά ο Μπορίς το ανακαίνισε εξολοκλήρου. Δεδομένου ότι εκείνος δεν μπορεί να νοικιάσει άλλο σπίτι για να μείνει, η μόνη λύση είναι να το μοιραστούν. Πόσο όμως εύκολο είναι αυτό, όταν κανείς δεν θέλει να υποχωρήσει;
Ο Γιοακίμ Λαφός (Our Children) επιστρέφει με ένα ψυχολογικό δράμα, που ξετυλίγει σκηνές από έναν γάμο υπό διάλυση.
Η Μαρί και ο Μπορίς , παντρεμένοι εδώ και δεκαπέντε χρόνια και γονείς δυο δίδυμων κοριτσιών, βιώνουν το τέλος της σχέσης τους. Το σπίτι μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, ενώ οι κόρες τους παρακολουθούν τις συγκρούσεις τους και γίνονται δέκτες μιας ψυχολογικής βίας.
Αν και ο τίτλος της ταινίας μιλάει για το τέλος ενός έρωτα, ο Βέλγος σκηνοθέτης υπενθυμίζει με υπαινικτικούς τρόπους την αγάπη που δένει αυτούς τους δυο ανθρώπους και εστιάζει κυρίως στα προβλήματα που προκαλούν τη μεγάλη τους ρήξη.
Προβλήματα κυρίως οικονομικά και κοινωνικά, όπως αυτά που αντιμετωπίζει κάθε σύγχρονο ζευγάρι αυτή την εποχή: η Μαρί κερδίζει περισσότερα χρήματα από τον Μπορίς, ο οποίος δεν μπορεί να φύγει από το σπίτι κι έτσι αναγκάζονται να το μοιραστούν, χωρίς να μπορούν να πάρουν αποστάσεις για να ισορροπήσουν στη νέα τους κατάσταση.
Ταυτόχρονα, το κοινωνικό στάτους της Μαρί είναι σαφώς καλύτερο από το δικό του, γεγονός που η σκηνοθεσία και το σενάριο φροντίζουν να υπογραμμίζουν, χωρίς δραματικές κορώνες, ορίζοντας το πλαίσιο μιας καθαρά διαπροσωπική σχέσης σε ένα περιβάλλον κρίσης.
Έτσι παρακολουθούμε μέσα από την λεπτομερή καταγραφή της καθημερινότητάς τους, μια μικρογραφία της κοινωνίας,,
ενώ η νέα γενιά -τα δίδυμα κορίτσια δηλαδή, που με έναν τρόπο σηματοδοτούν την αποτυχία των γονιών τους να αποτελούν δυάδα- γίνονται τελικά τα θύματα αυτής της διαμάχης.
Με δυο δυνατούς πρωταγωνιστές να αναλαμβάνουν δεξιοτεχνικά τους κεντρικούς ρόλους, ο Λαφός τελικά περιγράφει μια ιστορία αγάπης κι όχι μια ιστορία χωρισμού. Δημιουργώντας συμπυκνωμένες σκηνές, αρκετά θεατρικές σε κάποια σημεία, αποτυπώνει την μεταξύ τους σχέση με αδρές γραμμές.
Δεν αντιμετωπίζει τον καθένα τους ξεχωριστά, δεν τους παρουσιάζει παρά ελάχιστα μόνους τους, ορίζοντας έτσι τη δυαδικότητα που τον απασχολεί. Ίσως λείπουν μερικές εντάσεις που αναπόφευκτα δημιουργούνται σε τόσο ασφυκτικές καταστάσεις, όμως σίγουρα ο Λαφός καταφέρνει να περιγράψει την σύγχρονη πραγματικότητα και το πώς οι οικονομικές συνθήκες δεν ορίζουν μόνο τους τραπεζικούς λογαριασμούς, αλλά και τις σχέσεις των ανθρώπων.
Στην Κορυφή του Κόσμου, (Tout en Haut du Monde)
Αnimation
Σκηνοθεσία: Ρεμί Σαγιέ
Στα ελληνικά ακούγονται οι φωνές των: Σοφία Παναηλίδου, Λίλα Μουτσοπούλου, Νίκος Νίκας, Νίκος Παπαδόπουλος, Δημήτρης Παπαδάτος, Στέλιος Ψαρουδάκης
Η Σάσα, μία νεαρή αριστοκράτισσα που μεγαλώνει στη Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα, ονειρεύεται το Μεγάλο Βορρά και αγωνιά για την τύχη του παππού της, του Ολούκιν, ενός διάσημου επιστήμονα και εξερευνητή της Αρκτικής, που ακόμα όμως δεν έχει επιστρέψει από την τελευταία αποστολή του για την κατάκτηση του Βόρειου Πόλου.
Ο Ολούκιν έχει κληροδοτήσει το πάθος του για εξερεύνηση και στην εγγονή του, αλλά οι γονείς της, οι οποίοι έχουν ήδη δρομολογήσει τον γάμο της, δεν το εγκρίνουν τα σχέδιά της. Έτσι, η Σάσα επαναστατεί, φεύγει από το σπίτι και αποφασίζει να πάει να βρει τον παππού της στον μακρύ δρόμο για το Βορρά.
Ένα γοητευτικά παλιομοδίτικο animation, σχεδιασμένο στο χέρι, που έχει ως ηρωίδα μια χειραφετημένη νέα κοπέλα , η οποία κόντρα σε όλους προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια.
Ο Ρεμί Σαγιέ , ακολουθώντας μια κλασική αφήγηση ακολουθεί την ιστορία της Σάσας, μια νεαρής Ρωσίδας αριστοκράτισσας που τολμάει ένα ταξίδι μόνο για άντρες στα τέλη του 19ου αιώνα, προκειμένου να αποκαταστήσει τη φήμη του εξερευνητή παππού της.
Αρνούμενη να συμβιβαστεί με τη μοίρα που της επιφυλάσσουν οι γονείς της και η κοινωνία, εκείνη ακολουθεί το εξερευνητικό της πνεύμα θα παρασύρει μια ολόκληρη αποστολή σε μια περιπέτεια στον παγωμένο Βορρά.
Η ομάδα που την ακολουθεί θα κινδυνεύσει, θα την αμφισβητήσει , θα της επιτεθεί, όμως το θάρρος της και η φλόγα της θα τους ενώσουν όλους. Θα μάθουν να αγαπούν και να συγχωρούν σε μια ταινία με vintage ατμόσφαιρα, που σίγουρα θα σας θυμίσει τα κινούμενα σχέδια που βλέπαμε μικροί.
Η εικονογράφηση χαρακτήρων και των σκηνικών χωρίς περιγράμματα, προσδίδει μια ποιητικότητα στο εικαστικό αποτέλεσμα. ειδικά στην απεικόνιση των απέραντων παγωμένων τοπίων της Αρκτικής, που απογειώνουν το ταξίδι αυτογνωσίας της θαρραλέας ηρωίδας του.
Το μήνυμα της συλλογικότητας και της τόλμης να διεκδικείς τα όνειρά σου, θα συγκινήσει αναμφίβολα μικρούς και μεγάλους.
Δυο καρδιές, (Réparer les vivants )
Σκηνοθεσία: Κατέλ Κιγιεβερέ
Παίζουν: Ταχάρ Ραχίμ, Εμανουέλ Σενιέ, Αν Ντορβάλ, Μπουλί Λανέρ, Φίνεγκαν Όλντφιλντ
Τρεις νεαροί σέρφερ δαμάζουν τα θηριώδη κύματα. Μερικές ώρες μετά, στην επιστροφή τους, συμβαίνει ένα ατύχημα.
Πλέον συνδεδεμένος στα μηχανήματα ενός νοσοκομείου, η ύπαρξη του Σιμόν μοιάζει περισσότερο με παραίσθηση. Στο μεταξύ, στο Παρίσι, μία γυναίκα αναμένει μια μεταμόσχευση, που θα της δώσει μια νέα ευκαιρία στη ζωή.
Η Κατέλ Κιγιεβερέ («Suzanne», «Un Poison Violent»), μία από τις μεγαλύτερες ελπίδες του γαλλικού και ευρωπαϊκού σινεμά, υπογράφει την τρίτη και πιο ώριμη ταινία της, η οποία πλέκει τρεις φαινομενικά ασύνδετες ιστορίες για να μιλήσει για εκείνες τις στιγμές, όπου η τραγωδία συναντά την ελπίδα και ο θάνατος μεταμορφώνεται σε ζωή.
Βασισμένη στο μυθιστόρημα της Μαϊλίς ντε Κερανγκάλ, η Γαλλίδα δημιουργός υπογράφει μια άκρως προσωπική ταινία, κινηματογραφώντας με ποιητικό τρόπο το εσωτερικό του ανθρώπινου σώματος.
Η Κιγιεβερέ ήθελε να κάνει κάτι που να μοιάζει με σκυταλοδρομία – σαν μια ταινία που δεν έχει κεντρικό χαρακτήρα. Κάθε ήρωάς της έχει μεν μια δυνατή προσωπικότητα, αλλά είναι και κομμάτι μιας αλυσίδας που ενώνει τη ζωή με τον θάνατο. Η ιστορία περιλαμβάνει όλα αυτά που μπορεί να είναι χαοτικά και βίαια, αλλά αποτυπώνει το πώς μπορούμε να συνέλθουμε από το σοκ μιας απώλειας.
Η δωρεά οργάνων άλλωστε βασίζεται στην αρχή της αλληλεγγύης.
Στη Γαλλία, από τη στιγμή που δεν έχεις δηλώσει σαφώς ότι είσαι εναντίον, τότε θεωρείσαι πιθανός δότης. Μια καρδιά σταματά να χτυπά για να βρει ξανά τον ρυθμό της στο σώμα ενός άλλου ανθρώπου. Είναι ένα σπουδαίο ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου το άτομο αναγνωρίζει ότι είναι μέρος μιας αλυσίδας, ότι εκείνος ή εκείνη είναι μέρος του όλου.
To Παλιό και το Νέο -Η Γενική Γραμμή
( Επαναπροβολή )
Σκηνοθεσία – σενάριο: Σεργκέι Αϊζενστάιν, Γκριγκόρι Αλεξαντρόφ
Παίζουν: Μάρθα Λάπκινα , Μ. Ιβάνιν, Ιβάν Γιουντίν κ.ά.
Μια φτωχή αγρότισσα, η Μάρθα Λάπκινα, οργανώνει στο χωριό έναν γαλακτοκομικό συνεταιρισμό.
Ωστόσο, εναντίον του τάσσονται οι κουλάκοι, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες. Επιπλέον, δεν καταλαβαίνουν όλοι οι φτωχοί αγρότες την έννοια της κολλεκτιβοποίησης, της κοινοκτημοσύνης και της ενότητας των δυνάμεών του για το κοινό καλό.
Σε βοήθεια της πρωτοπόρου Μάρθας έρχονται ειδικευμένοι εργάτες, οι οποίοι φέρνουν και το πρώτο τρακτέρ.
Η ταινία άρχισε να γυρίζεται μετά το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» το 1926 και ολοκληρώθηκε μετά τον «Οχτώβρη», δηλαδή το 1929. Για τον Αϊζενστάιν αποτέλεσε μια απευθείας συνέχεια της επαναστατικής εποποιίας του. Είναι μια «γέφυρα» που «ενώνει» και αποτελεί τμήμα, ουσιαστικά, δύο συγκλονιστικών ταινιών, οι οποίες περιλαμβάνονται σε κάθε κατάλογο με τις σπουδαιότερες του αιώνα.
Το δέσιμο των συγκλονιστικών πλάνων με το κείμενο, ο τρόπος που η κάμερα διηγείται, όχι μόνο τη δράση, αλλά τα πολυεπίπεδα, λανθάνοντα, συναισθηματικά «στρώματα», αποκαλύπτοντάς τα, η διαλεκτική μετάθεση από το ειδικό στο γενικό και τούμπαλιν, η αποκάλυψη της βασικής αντίθεσης ως ουσίας που διατρέχει την ιστορία της ανθρωπότητας, αποκομμένης και, ταυτόχρονα, απόλυτα δεμένης με το ιστορικό παρόν, καθιστά την ταινία κλασική.
Η ταινία συγκλόνισε εξαρχής με την μορφή της, τα πλάνα της, και τη μεγαλειώδη φωτογραφία της. Αν κι ένα μέρος της κριτικής, ακριβώς αυτά τα στοιχεία τα θεώρησε ακόμη και ως «ανεπάρκειες» του σκηνοθέτη, η διαχρονική θεματική και τα αιώνια ερωτήματα είναι τα βασικά συστατικά στοιχεία του έργου του μεγάλου δημιουργού.
Το παλιό για τον Αϊζενστάιν αποδίδεται με εικόνες που «χιμούν» απευθείας στον θεατή: οι κατσαρίδες που τρέχουν στο μούσι του γέρου, το μωρό που κλαίει, η γυναίκα που ετοιμάζει τον φούρνο, η αποστεωμένη αγελάδα κάτω από την βροχή. Το ζωώδες παλιό και το επαναστατικό νέο αντιπαρατίθενται το ένα με το άλλο σαν δύο φιλοσοφικές κατηγορίες.
Ο σκηνοθέτης τοποθετεί το υλικό του σχεδόν νατουραλιστικά. Άλλωστε, η αυστηρότητα και η καθαρότητα αποτελούν μια άμεση κληρονομιά της ρωσικής καλλιτεχνικής παράδοσης.
Ουσιαστικά, με την «Γενική Γραμμή» μορφοποιείται η μεγάλη συζήτηση που είχε ήδη ανοίξει στο σοβιετικό σινεμά κατά την πρώτη μετεπαναστατική δεκαετία, την δεκαετία της ακμής της Ρωσικής Πρωτοπορίας, πάνω στο ζήτημα του πειραματισμού και της «φόρμας που θα είναι κατανοητής από εκατομμύρια». Από τότε ο Αϊζενστάιν είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του, ονομάζοντας την ταινία «ένα πείραμα, κατανοητό από εκατομμύρια».