Στροφή 180 μοιρών έκαναν οι δύο Οικονομικοί Εισαγγελείς, Γρηγόρης Πεπόνης και Σπύρος Μουζακίτης, που παραιτήθηκαν την Πέμπτη αφήνοντας υπόνοιες για παρεμβάσεις στο έργο τους και δημιουργώντας σεισμό στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα.
Οι κύριοι Πεπόνης και Μουζακίτης πήγαν χτες στο γραφείο του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Φώτη Μακρή, που διερευνά την υπόθεση, και κατέθεσαν υπόμνημα με το οποίο όχι μόνο δεν διευρινίζουν τις υπόνοιες περί παρεμβάσεων που άφησαν στην επιστολή παραίτησής τους αλλά ουσιαστικά ανακάλεσαν τις παραιτήσεις τους. «Δώσαμε ένα υπόμνημα, κοινό υπόμνημα με τον κ. Μουζακίτη στον κ. Μακρή, τον αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έχουμε εκθέσει ο,τι πρέπει να εκθέσουμε στο υπόμνημα και απερχόμεθα και ευχόμεθα καλή χρονιά», είπε ο κ. Πεπόνης φεύγοντας από το γραφείο του αντεισαγγελέα και συνέχισε λέγοντας: «Στη θέση μας μάς όρισε το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και εξακολουθούμε ασκούντες τα καθήκοντά μας». Παρόμοια ήταν και η στάση του κ. Μουζακίτη. «Συνεχίζουμε στις επάλξεις μας και ο καθείς εφ ώ ετάχθη», είπε χαρακτηριστικά.
Στο υπόμνημα που υπέβαλλαν προς τον αντιεισαγγελέα κ, Φώτη Μακρή, οι δύο Οικονομικοί Εισαγγελείς δεν λένε τίποτα για έξωθεν πιέσεις. Αντίθετα, διαβεβαιώνουν ότι ο μόνος λόγος της ενέργειάς τους ήταν η «τεχνηέντως επιχειρηθείσαν νομοθετική κατάργησή» τους, όπως γράφουν χαρακτηριστικά.
Έτσι, ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αποφάσισε να τεθεί στο αρχείο η προκαταρκτική έρευνα που διεξήγαγε. «Αποκλειστικός λόγος που οδήγησε τους δύο οικονομικούς εισαγγελείς στο να υποβάλουν την παραίτησή τους, ήταν η τροπολογία του υπουργείου Οικονομικών, με την οποία στην ουσία τους καταργούσε», γράφει ο κ. Μακρής στην αναφορά του προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τέντε, και ξεκαθαρίζει ότι από την έρευνα (ουσιαστικά κάλεσε μόνο τους δύο εισαγγελείς) δεν προέκυψε κάποια παρέμβαση στο έργο τους.
Για ποιο λόγο παραιτήθηκαν τότε; Λόγω παρορμητισμού και υπερβολικής ευαισθησίας, κατά τον κ. Μακρή, καθώς οι δύο Οικονομικοί Εισαγγελείς θεώρησαν ότι το υπουργείο επιχειρεί να τους απαλλάξει από τα καθήκοντά τους με τροπολογία που θα άλλαζε το νόμο 3943/2011. Η τροπολογία αυτή προέβλεπε ότι τη θέση των Οικονομικών Εισαγγελέων θα καταλάμβαναν αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και όχι εισαγγελείς Εφετών όπως οι κύριοι Πεπόνης και Μουζακίτης. Σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης, αυτή η τροπολογία δεν πρόκειται να κατατεθεί. Σημειώνεται ότι πλέον είναι στο χέρι του υπουργού Δικαιοσύνης Μιλτιάδη Παπαϊωάννου αν θα αποδεχτεί τελικά ή όχι τις παραιτήσεις των δύο εισαγγελέων.
Ολόκληρο το υπόμνημα:
«Οι υπογεγραμμένοι Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης και Σπυρίδων Μουζακίτης, εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος και αναπληρωτής εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος, αντιστοίχως και εξ αφορμής της υπ' αριθμ. Πρωτ. 2682/28.12.2011 αναφοράς μας προς τον κ. εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δηλούμεν και διευκρινίζομεν τα κάτωθι:
Αναλάβαμε τα καθήκοντά μας, ως εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος, έχοντας πλήρη επίγνωση των ιδιαζουσών δυσχερειών που θα αντιμετωπίζαμε, εκπληρώσαμε δε και συνεχίζομεν εκπληρούντες αυτά με υψηλόν εισαγγελικόν φρόνημα και ασυμβίβαστη μαχητικότητα. Ουδέποτε, τα ευλόγως αρνητικά για τον ελέγχοντα αισθήματα του ελεγχόμενου, απετέλεσαν κριτήριον και παράμετρον επηρεάζουσαν την σαφή, εκάστοτε στόχευση των εισαγγελικών ερευνών μας.
Αυτά, άλλωστε, συντρέχουν, αναπτύσσονται και εκδηλούνται σε όλες τις δικαστικές ενέργειες που έχουν σοβαρό διαγνωστικό αντικείμενο, συνιστούν δε συνηθέστατες και a priori υφιστάμενες παραμέτρους, που ο εισαγγελέας ως δεδομένες και αυτονόητες τις αντιπαρέρχεται ανεπηρέαστος και αδιάφορος.
Θα ήμασταν, αναντιλέκτως, ανάξιοι και ριψάσπιδες, εάν τα προεκτεθέντα αισθήματα και οι συναφείς ενδεχόμενες αντιδράσεις, έστω εκφεύγουσες των συνήθων πλαισίων δεοντολογίας, μας οδηγούσαν σε υποβολή παραιτήσεων και εγκατάλειψη της υπηρεσιακής μας αποστολής ημιτελούς, επί συγκεκριμένων σοβαρών εκκρεμών υποθέσεων.
Ουδέποτε το επράξαμε και ουδόλως τα υπαινιχθήκαμε με την κοινή, εν αρχή της παρούσης, αναφοράς μας.
Αντιθέτως, στην αναφορά αυτή, κατά τρόπον σαφέστατον, κατηγορηματικόν και μη επιδεχόμενον παρερμηνείες, εξειδικεύομεν και καταδεικνύομεν, ως λόγον της ενεργείας μας, την τεχνηέντως επιχειρηθείσαν νομοθετική κατάργησή μας, εξ αιτίας της φύσεως του αντικειμένου και των πολλαπλών-πολυεπίπεδων αντανακλάσεων των υπηρεσιακών πρωτοβουλιών και ενεργειών μας, που σαφέστατα πολλούς ενόχλησαν και ενέβαλαν εις ανησυχίαν και πολλοί θα επιθυμούσαν και θα εύχονταν να μην είχαν λάβει χώρα.
Το γεγονός έθετε και ανεδείκνυε ένα κρίσιμον και κεφαλαιώδες, θεσμικόν και ηθικόν, ζήτημα, απτόμενο ευθέως της λειτουργικής μας υποστάσεως και αποστολής.
Θα λειτουργούσαμε και δραστηριοποιούμαστε ως εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος υπό τον όρον της επιδοκιμασίας και εγκρίσεως των ενεργειών μας από αναρμοδίους και για άλλα τεταγμένους θεσμικώς, δηλαδή καθ' υπαγόρευσιν και δεν θα αναλαμβάναμε ελεγκτικές ενέργειες και πρωτοβουλίες, που δεν θα ήσαν αρεστές στους ανωτέρω, δηλαδή θα τελούσαμε ως εισαγγελείς υπό καθεστώς απαγορεύσεως;
Με την ενέργειά μας δώσαμε το στίγμα μας και αποκαλύψαμε το φρόνημά μας, ενώ παραλλήλως πέμψαμε έμπρακτο, απέριττο και σαφέστατο μήνυμα, στους ενδεχομένως φρονούντας και απεργαζομένους τα αντίθετα, για τους οποίους αδιαφορούμε παντελώς και εμφαντικώς τους αγνοούμε, από πλευράς εκπληρώσεως της υπηρεσιακής μας αποστολής και του διαφυλακτέου, ως κόρης οφθαλμού, δικαστικού ήθους και εισαγγελικού καθήκοντος.
Δεν θα εκτραπούμε από τον προεκτιθέμενο ουσιώδη πυρήνα της ενέργειάς μας και δεν θα χαθούμε σε δυσώδεις ατραπούς ονοματολογίας, αναλισκόμενοι σε ενασχόληση με το αυτονόητο και πασίδηλον, δυστυχώς, της νεοελληνικής πραγματικότητας.
Δεν έχει νόημα, άλλωστε, να επικεντρωθούμε και εστιάσωμε σε κάτι που ναι μεν συμβαίνει (και είναι γνωστό σε όλους ότι συμβαίνει), ουδόλως όμως μας επηρεάζει στην δικαστική υπηρεσιακή μας αποστολή, αγνοώντας παραλλήλως και παραγνωρίζοντας εκείνο το οποίο δεν μας επηρεάζει απλώς, αλλά κυριολεκτικώς μας εξουδετερώνει και μας καταργεί.
Δεν μας απασχολεί το θέμα σε προσωπικό επίπεδο, αλλά το αντιμετωπίζουμε και το βιώνουμε ως μέγα και αποκλειστικώς θεσμικό ζήτημα, απτόμενο του κρίσιμου ερωτήματος της δυνατότητας τελεσφόρου δικαιοδοτικής λειτουργίας, η έλλειψη ή παρεμπόδιση της οποίας ουδεμία σχέση έχει με ευνοούμενη σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία»