Ευθύνες στις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά κυρίως στην αντιμνημονιακή ρητορική, «έριξε» ο Γιάννης Στουρνάρας, αναδεικνύοντας το παράδοξο του ότι η Ελλάδα παραμένει σε Μνημόνιο αν και ήταν η πρώτη χώρα που μπήκε σε πρόγραμμα επιτήρησης.
«Αυτή η καθυστέρηση οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι η μη οικειοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και η απροθυμία μερίδας του πολιτικού συστήματος να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος, η αντιμνημονιακή ρητορική, οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων και η αδυναμία τους να καταλήξουν σε συνεννόηση, καθώς και τα διάφορα - μικρά και μεγάλα - κεκτημένα συμφέροντα που προέβαλαν αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις» τόνισε χαρακτηριστικά ο Διοικητής της ΤτΕ μιλώντας στο Ελληνοαραβικό forum.
Ο Γ. Στουρνάρας που βίωσε ως υπουργός Οικονομικών τα μπρος πίσω των δανειστών ως προς τη ρύθμιση του Χρέους, δεν δίστασε να ρίξει καρφιά προς τη μεριά των Ευρωπαίων, με φόντο την αντίσταση του Βερολίνου απέναντι στην όποια σχετική συζήτηση.
«Το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει τη δέσμευσή τους για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, σύμφωνα με τις αποφάσεις που έλαβε το Eurogroup ήδη από το Νοέμβριο του 2012 (με πιο πρόσφατη την απόφαση του Μαΐου 2016), αλλά και το ότι σε κάθε καθυστέρηση στη διαπραγμάτευση, ακόμη και για τεχνικά ζητήματα, ορισμένοι από τους εταίρους επέσειαν ως απειλή τον κίνδυνο εξόδου της χώρας από το ευρώ, με ανάλογες επιπτώσεις στο κλίμα που επικρατούσε στις αγορές, επέτειναν την αβεβαιότητα και επηρέασαν αρνητικά το οικονομικό κλίμα στη χώρα» σημείωσε ο Γ. Στουρνάρας, ενώ εντύπωση προκαλεί ότι έκανε εκτενή αναφορά σε αστοχίες κατά το σχεδιασμό του ελληνικού Προγράμματος, που παγίδεψαν τελικά την ελληνική οικονομία.
«Δεδομένου του μεγέθους των δημοσιονομικών ανισορροπιών το Μάιο του 2010, όταν ξεκίνησε το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στη δημοσιονομική προσαρμογή, στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση, στον εξορθολογισμό των διαδικασιών κατάρτισης του προϋπολογισμού, στην αύξηση της διαφάνειας της δημοσιονομικής διαχείρισης, καθώς και στην αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Λιγότερη έμφαση δόθηκε στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που ενισχύουν την ανάπτυξη, αλλά και στις μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, και στην αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα. Επιπλέον, οι προβλέψεις για το ρυθμό ανάπτυξης ήταν υπεραισιόδοξες και οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές απεδείχθησαν υψηλότεροι από ό,τι αρχικά αναμενόταν. Έτσι, η οικονομία παγιδεύθηκε σε ένα φαύλο κύκλο λιτότητας, ύφεσης, αυξανόμενης ανεργίας και συσσώρευσης υπερβολικού χρέους του ιδιωτικού τομέα”, σημείωσε ο Κεντρικός τραπεζίτης, καθιστώντας σαφές ότι απαιτούνται συγκεκριμένες κινήσεις για να ξεκολλήσει από το τέλμα η ελληνική οικονομία.
Ποιες είναι αυτές;
- Επιτάχυνση του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Η κυβέρνηση θα πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στην έγκαιρη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, η δεύτερη αξιολόγηση που βρίσκεται σε εξέλιξη θα πρέπει να ολοκληρωθεί χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, ώστε να ενισχυθούν οι προοπτικές ανάκαμψης και να καταστεί δυνατή η επιστροφή σε ικανοποιητικούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2017.
- Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Παράλληλα με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων με τη θέσπιση κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης και την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, είναι επιτακτικά αναγκαίο να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του συσσωρευμένου ιδιωτικού χρέους, προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάκαμψη μέσω της σημαντικής ενίσχυσης του δανεισμού. Το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα έχει το υψηλότερο μετά την Κύπρο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στην Ευρώπη, το οποίο στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016 ανερχόταν στο 45,1% του συνόλου των ανοιγμάτων ή σε 108,7 δισεκ. ευρώ.
- Αντιμετώπιση του προβλήματος του υψηλού δημόσιου χρέους. Η δέσμευση των Ευρωπαίων εταίρων μας, όπως διατυπώθηκε το Μάιο του 2016, να λάβουν μέτρα για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους βραχυπρόθεσμα έως μεσομακροπρόθεσμα επιβεβαίωσε την απόφαση του Eurogroup, το Νοέμβριο του 2012, και αποτελεί θετική εξέλιξη. Όμως, τα προβλεπόμενα μέτρα διαχείρισης του μακροπρόθεσμου δημόσιου χρέους δεν έχουν ακόμη εξειδικευθεί. Θα πρέπει να γίνουν επειγόντως ενέργειες για την εξειδίκευση και ποσοτικοποίηση των προβλεπόμενων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Αυτό θα ενισχύσει την αξιοπιστία και την αποδοχή των ασκούμενων πολιτικών, συμβάλλοντας περαιτέρω στην παγίωση της εμπιστοσύνης, στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, και θα διευκολύνει την επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος.
- Χαλάρωση και τελικά κατάργηση των περιορισμών που απομένουν στην κίνηση κεφαλαίων. Η σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, σε συνδυασμό με τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης και της ρευστότητας, αναμένεται να συμβάλει στην εξομάλυνση των οικονομικών συνθηκών, διευκολύνοντας τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τα φυσικά πρόσωπα στις συναλλαγές τους.