Ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρία αλλά δεκατέσσερα ογκώδη κείμενα Εκθέσεων, με «καρφιά», αιχμές και υποτυπώδη αυτοκριτική, δημοσιοποίησε το ΔΝΤ για να ανακεφαλαιώσει το πώς παρενέβη στην ευρωπαϊκή κρίση και όπως ήταν αναμενόμενο η μερίδα του λέοντος καλύπτει την Ελλάδα, η οποία χαρακτηρίζεται «ειδική περίπτωση».
Το πρώτο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς διατρέχοντας τα κείμενα είναι ότι το ΔΝΤ ετοιμάζεται για «πόλεμο» με τους Ευρωπαίους αναφορικά με το ελληνικό Χρέος και δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστήριζε κανείς ότι ένα από τα βασικά σημεία των απολογιστικών εκθέσεων είναι ότι το Ταμείο «κατάπιε» τους κανόνες του περί βιωσιμότητας του Χρέους, προκειμένου να συμμετάσχει στα κοινά προγράμματα με τους Ευρωπαίους. «Επηρεάστηκε η ευκινησία του Ταμείου ως διαχειριστή κρίσεων λόγω της ανάγκης συνεργασίας με τους Ευρωπαίους κι αυτό έδωσε έδαφος στην κριτική για έλλειψη διαφάνειας στη λήψη των αποφάσεων του», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Αυτό που δίνει το στίγμα των προθέσεων του ΔΝΤ εν όψει των Φθινοπωρινών διαβουλεύσεων με τους Ευρωπαίους είναι, πάντως, η «κοφτή» αναφορά στο λάθος που έπραξε το Ταμείο όταν δεν επέμεινε στην εμπροσθοβαρή και γενναία μείωση του ελληνικού Χρέους, αναγνωρίζοντας το σαφές πολιτικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν τα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης. Αυτή η στάση δεν πρόκειται, όμως, να διατηρηθεί και αυτό προκύπτει σαφώς από το 4σέλιδο κείμενο της Κ. Λαγκάρντ, που συνοδεύει τις Εκθέσεις, όπου μεταξύ άλλων γίνεται σαφής αναφορά στο ελληνικό Χρέος: «Η Ελλάδα ωφελήθηκε από σημαντικά κουρέματα στις απαιτήσεις των ιδιωτών το 2012, όπως επίσης από την αναχρηματοδότηση με πολύ ευνοϊκούς όρους από τους επίσημους πιστωτές και το ΔΝΤ καλεί σε μεγαλύτερη ελάφρυνση του επίσημου τομέα».
Όσον αφορά στο τι πήγε στραβά κατά το σχεδιασμό του ελληνικού προγράμματος, η ανάλυση των τεχνοκρατών του Ταμείου χαρακτηρίζεται τουλάχιστον κυνική, καθώς ενώ αναγνωρίζουν ότι επί της ουσίας δεν έλαβαν υπόψιν τα ειδικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας, αντιμετωπίζουν την κρίση που προκάλεσαν με κριτήρια… βιβλιογραφίας, χωρίς την παραμικρή διάθεση αυτοκριτικής. Σύμφωνα με την Κ. Λαγκάρντ, «η Ελλάδα είναι μοναδική περίπτωση», αναγνωρίζοντας εκ των υστέρων ότι οι αρχικοί στόχοι για ανάπτυξη ήταν υπερβολικά φιλόδοξοι, χωρίς όμως να θίγει την λανθασμένη μεθοδολογική προσέγγιση των τεχνοκρατών του Ταμείου. Αντ’ αυτού η επικεφαλής του Ταμείου ρίχνει το μπαλάκι στα οργανωμένα συμφέροντα και στα σοβαρά προβλήματα εφαρμογής, τα οποία σε συνδυασμό με την περίπλοκη ελληνική πολιτική οικονομία, οδήγησαν τελικά σε πολύ μεγαλύτερη ύφεση και ανεργία απ’ αυτή που υπολόγιζαν οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ.
Όπως προκύπτει από την ειδική απολογιστική έκθεση για την Ελλάδα- σε όλα τα επιμέρους κείμενα οι αναλυτές του Ταμείου λένε, πάντως, τον… πόνο τους για το ελληνικό ζήτημα- η μεγαλύτερη ζημιά έγινε από τους λανθασμένους πολλαπλασιαστές, δηλαδή στους υπολογισμούς που έκαναν οι τεχνοκράτες για την επίπτωση στο ΑΕΠ από τις περικοπές μισθών-συντάξεων κι από τις αυξήσεις φόρων.
«Δεν είναι ασύνηθες για τα προγράμματα του ΔΝΤ να απογοητεύουν σε σύγκριση με τις αρχικές προβλέψεις αλλά η τάξη μεγέθους είναι συνήθως πολύ μικρότερη σε σχέση με αυτή της Ελλάδας. Στη βάση 159 προγραμμάτων, μια παλαιότερη εκτίμηση δείχνει ότι οι προβλέψεις έπεσαν έξω στο 60% των προγραμμάτων και μέσα σε μια περίοδο δύο ετών η μέση απόκλιση ήταν 1,5% ή 6,4% στις περιπτώσεις κρίσεων κεφαλαίου. Η απόκλιση στις προβλέψεις για το ΑΕΠ της Ελλάδας είναι μοναδική περίπτωση ακόμα και για τα στάνταρντ των προγραμμάτων του ΔΝΤ», ομολογούν κυνικά οι αναλυτές του Ταμείου. Τι συνέβη με τους περιβόητους πολλαπλασιαστές;
Οι τεχνοκράτες του Ταμείου θεώρησαν σκόπιμο- ελαφρά τη καρδία- να υπολογίσουν τις επιπτώσεις στο ΑΕΠ με αναλογία 0,5 ευρώ για κάθε 1 ευρώ δημοσιονομικών μέτρων, υιοθετώντας αγόγγυστα το μοντέλο άλλων παλαιότερων προγραμμάτων. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι αυτό είναι λάθος για χώρες που βρίσκονται σε πλαίσιο κοινού νομίσματος (δεν υπάρχει δυνατότητα υποτίμησης) και αυτό δεν αφορούσε μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Πορτογαλία, όπου ο πολλαπλασιαστής έπρεπε να είναι τουλάχιστον 0,8. Στην Ελλάδα, της «κλειστής» οικονομίας, η ζημιά ήταν τεράστια καθώς διαπιστώθηκε ότι ο πολλαπλασιαστής έπρεπε να είναι 2,5, με αποτέλεσμα να έπρεπε να έχει υπολογιστεί συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 15 ποσοστιαίες μονάδες, αντί των 5,5 μονάδων του αρχικού προγράμματος. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη ότι η ανεργία έφτασε το 2012 στο 25% αντί 15%, αποκτώντας δομικά χαρακτηριστικά, που σημαίνει εκτίναξη του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων.