Ένα ζοφερό οικονομικό αλλά και κοινωνικό περιβάλλον με υπερδιπλασιασμό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζουν το φάσμα της φτώχειας και μείωση των δαπανών κοινωνικής προστασίας περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος της Ε.Ε. περιγράφει η έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία.
Την ίδια ώρα κάνει λόγο για αρνητική προοπτική εξόδου από την κρίση, καθώς η υπογραφή και η εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου συνεπάγεται τη συνέχιση της πολιτικής της δημοσιονομικής λιτότητας. Στην έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, που παρουσίαστηκαν σήμερα το μεσημέρι στη Ρόδο, στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου της ΓΣΕΕ, από τον επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου, Γιώργο Αργείτη, τα βασικά συμπεράσματα είναι οι αρνητικές δημοσιονομικές και μακροοικονομικές εξελιξεις, καθώς και οι υφεσιακές επιπτώσεις της ασκούμενης πολιτικής στην αγορά εργασίας.
Ποσοστά φτώχειας
Οπως προκύπτει από την έκθεση, σε σχέση με το 2010 ο δείκτης της απόλυτης φτώχειας έχει αυξηθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες, υποδηλώνοντας έτσι υπερδιπλασιασμό του αριθμού των φτωχών νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, το 48% των νοικοκυριών διαβιούν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το 20,9% αδυνατεί να καλύψει βασικές ανάγκες, ποσοστό που αυξάνεται στο 43,4% για τους ανέργους. Έχει σημασία δε να τονίσουμε ότι, παρά τη σημαντική χειροτέρευση του φαινόμενου της φτώχειας, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας μειώνονται ποσοστιαία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος της ΕΕ-15.
Μισθοί ιδιωτικού τομέα
Από την επεξεργασία των στοιχείων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού σχετικά με το ύψος των μηνιαίων αμοιβών που απολαμβάνουν οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα προκύπτει η εξής κατανομή στις καθαρές μηνιαίες αποδοχές, η οποία αποτυπώνει τη συμπίεση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων στη διάρκεια της κρίσης: κάτω των 800 ευρώ σε ποσοστό 50% (14,5% μέχρι 499 ευρώ, 22% μεταξύ 500-699 ευρώ και 13,5% μεταξύ 700-800 ευρώ), μεταξύ 800-1.000 ευρώ σε ποσοστό 18,6% και άνω των 1.000 ευρώ σε ποσοστό 15,7% (9,8% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 5,9% άνω των 1.300 ευρώ). Αξιοσημείωτη είναι και η πτώση της αγοραστικής δύναμης του πραγματικού κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, καθώς την περίοδο 2010-2015 σημειώθηκε μείωση κατά 24,7% και κατά 34,3% για τους νέους κάτω των 25 ετών.
Επιχειρηματικότητα και επενδύσεις
Αναφορικά με τις επιχειρήσεις, παρατηρούμε ότι ήδη από το 2009, και κυρίως το 2013, τα αδιανέμητα κέρδη κυμαίνονται σε επίπεδο υψηλότερο αυτού των επενδύσεων. Με άλλα λόγια, οι επιχειρηματίες έχουν σταματήσει να επανεπενδύουν τα κέρδη τους στην πραγματική οικονομία, ενώ η ροή εκτεταμένων δανείων από τον τραπεζικό τομέα, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο της χρηματοδότησης των επενδύσεών τους, κατέρρευσε το 2011, με τις επιχειρήσεις να εισέρχονται, όπως και τα νοικοκυριά, σε ένα στάδιο απομόχλευσης. Η πολιτική της λιτότητας ενεργοποιεί συνεπώς διαδικασίες προσαρμογής σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Ο μακροοικονομικός μετασχηματισμός που παρατηρείται δεν είναι βιώσιμος, γιατί δεν στηρίζεται στον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας μέσω της αύξησης των επενδύσεων, αλλά στην προσαρμογή της σε χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος και βιοτικού επιπέδου. Συνεπώς, η ασκούμενη οικονομική πολιτική δεν συμβάλλει στη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο και διατηρήσιμο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης.