Η απάντηση στις «ταραχώδεις» χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί να είναι μία δόση ανορθόδοξης σκέψεις, σημειώνει η Wall Street Journal σε δημοσίευμα σύμφωνα με το οποίο τα capital controls «κερδίζουν» έδαφος.
Εν μέσω οικονομικής αναταραχές, οι άνθρωποι που λαμβάνουν τις αποφάσεις τάσσονται πλέον υπέρ μίας τακτικής που κάποτε αποτελούσε το ανάθεμα για όλες πλην των οικονομιών με την πλέον κακή διαχείριση: τα capital controls.
Στα τέλη Ιανουαρίου ο Χαρουχίκο Κουρόντα, επικεφαλής της Τράπεζας της Ιαπωνίας, φάνηκε να αποκλείνει από τον συνήθη τρόπο σκέψης, όταν πρότεινε ότι η Κίνα θα μπορούσε να επωφεληθεί από αυστηρότερους ελέγχους κεφαλαίων. Τόσο η Ινδία όσο και η Νιγηρία αυστηροποίησαν τους όρους πρόσβασης των πολιτών τους σε ξένο νόμισμα τα τελευταία χρόνια, πασχίζοντας να περιορίσουν τις εκροές κεφαλαίων.
«Η γενική αντίληψη ήταν ότι το απελευθερωμένο κεφάλαιο είναι πάντα καλό και τα capital controls σχεδόν πάντα κάτι κακό», αναφέρει ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, ο οποίος διετέλεσε επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ από το 2008 έως πέρυσι. «Εχω δει αυτό το σκεπτικό να αλλάζει, εν μέρει γιατί ήταν λανθασμένο αλλά και επειδή ήταν συγκεκριμένα λανθασμένο μέσα στην κρίση», συμπλήρωσε.
Την Πέμπτη, σε ομιλία της στο Μέριλαντ, η Κριστίν Λαγκάρντ επικαλέστηκε μία «αυξανόμενη αναγνώριση ότι η βραχυπρόθεσμη φύση και η εγγενής αστάθεια των παγκόσμιων ροών κεφαλαίου είναι προβληματικές». Οπως ανέφερε, οι αναδυόμενες αγορές και χώρες σαν τις ΗΠΑ, που είναι οι μεγαλύτερες πηγές της διεθνούς ροής κεφαλαίου, θα πρέπει να εξετάσουν νέες ρυθμίσεις και φορολογικές πολιτικές, που θα μειώνουν τις βραχυπρόθεσμες ροές χρέους και θα τονώνουν τις πιο μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές.
Η σημερινή υποστήριξη για τα capital controls βασίζεται στην αλλαγή πορείας του ΔΝΤ πριν από μισή δεκαετία, σημειώνει η Wall Street Journal. Αφού επί μακρόν προέτρεπε τις χώρες να απελευθερώσουν την κίνηση κεφαλαίων, το Ταμείο αιφνιδίασε τις αγορές εγκρίνοντας, ή ακόμη και προτείνοντας, τη χρήση των ελέγχων σε κάποιες περιπτώσεις προκειμένου να επιβραδυνθούν οι αποσταθεροποιητικές ροές επενδύσεων.
Το Ταμείο εν μέρει επηρεάστηκε από τα μαθήματα της οικονομικής κρίσης, όταν επλήγησαν σοβαρά κάποιες προηγούμενες οικονομίες που ήταν απολύτως ανοιχτές στις παγκόσμιες ροές κεφαλαίου. Η Ισλανδία και η Ισπανία βίωσαν βαθιά ύφεση όταν «εξατμίστηκαν» οι ξένες επενδύσεις, που είχαν οδηγήσει σε «έκρηξη» των οικονομιών τους.
Παρόμοια μαθήματα αντλήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης στην ευρωζώνη. Η Ελλάδα και η Κύπρος, αντιμέτωπες με ξαφνικές εκροές εξαιτίας του φόβου κατάρρευσης των τραπεζών, επέβαλαν αυστηρούς περιορισμούς, ώστε στις μεταφορές χρημάτων, υπενθυμίζει το δημοσίευμα.
Η Ελβετία, στο μεταξύ, πασχίζει να διατηρήσει ισορροπημένη την οικονομία της, εν μέσω μαζικών εισροών. Αυτές, ασκούν ανοδικές πιέσεις στο ελβετικό φράγκο. Ενα ισχυρότερο νόμισμα πιέζει προς τα κάτω τις τιμές, που πέφτουν σχεδόν για τέσσερα χρόνια, γεγονός που δυσκολεύει περισσότερο την Τράπεζα της Ελβετίας να αποκρούσει τον πληθωρισμό. Ενα ισχυρό φράγκο, συνεχίζει το δημοσίευμα πλήττει και τους Ελβετούς εξαγωγείς, κάνοντας τα προϊόντα τους λιγότερο ανταγωνιστικά στις παγκόσμιες αγορές.
Τα capital controls έχουν μεγάλα μειονεκτήματα. Πρώτα από όλα, κάνει δύσκολη την προσέλκυση επενδύσεων, καθώς οι επενδυτές φοβούνται ότι δεν θα είναι εύκολο να πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Επίσης, είναι δύσκολη η άρση τους. Μετά από την κατάρρευσή της το 2008, η Ισλανδία επέβαλε ελέγχους κεφαλαίων που βοήθησαν τη συγκράτηση των τεράστιων εκροών, αλλά έπληξαν τις επενδύσεις και τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων της χώρας. Επτά χρόνια αργότερα, η χώρα μόλις αρχίζει περιορίζει τα capital controls.
Ομως, κερδίζει έδαφος η ιδέα ότι είναι απαραίτητοι οι περιορισμοί στη ροή του χρήματος. Η Ελεν Ρέι, οικονομολόγος στο London Business School, σε μελέτη της το 2013 επέμεινε ότι ο ταραχώδης παγκόσμιος οικονομικός κύκλος έδειξε ότι οι χώρες που ελπίζουν να ελέγξουν τη νομισματική πολιτική τους, δεν θα έπρεπε να έχουν ούτε σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία, ούτε ελεύθερη ροή κεφαλαίου.
Η άποψη αυτή εξαπλώνεται. Ο Μπενουά Κέρέ, μέλος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αναφέρθηκε σε αυτή την μελέτη σε δύο ομιλίες του πέρυσι. Τον περασμένο Νοέμβριο ανέφερε ότι τα capital controls είναι και πάλι μέρος της συζήτησης.
Μέρος αυτής της αλλαγής είναι ήδη εμφανής. Στην Πολωνία για παράδειγμα, έχει ουσιαστικά σταματήσει η χορήγηση δανείων σε ξένο νόμισμα. Πολλοί Πολωνοί είχαν συνάψει δάνεια σε ελβετικό φράγκο και επλήγησαν σφοδρά από την ανατίμηση του νομίσματος πριν από ένα χρόνο, κάνοντας τα δάνειά τους πιο ακριβά.
Η αυξανόμενη έμφαση σε τέτοια «μακροπροληπτικά» μέτρα για τον περιορισμό της χρηματοπιστωτικής αστάθειας μπορούν να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με τα capital controls, αναφέρει ο Μπλανσάρ.
«Αν απαγορεύσεις σε κάποιον στη χώρα σου να δανειστεί σε άλλο νόμισμα, είναι μακροπροληπτική. Αλλά σταματώντας μία ξένη τράπεζα να δανείζει στη χώρα σου είναι capital controls», τόνισε.
Η συζήτηση αυτή έχει προκύψει και εξαιτίας της Κίνας. Στο παρελθόν, οι φορείς χάραξης πολιτικής σε χώρες υψηλού εισοδήματος θα ισχυρίζονταν ότι οι διακυμάνσεις στις ροές κεφαλαίων θα τάραζαν τις αναδυόμενες αγορές. Ομως τώρα που οι διακυμάνσεις πλήτουν τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, το πώς θα απαντήσει η Κίνα είναι ένα πρόβλημα που αφορά και τον υπόλοιπο πλανήτη.
Πρόσφατα, το Πεκίνο επέβαλε κάποιους επιπλέον ελέγχους προσπαθώντας να σταματήσει την τεράστια εκροή κεφαλαίων από την Κίνα. Μεταξύ άλλων, περιορίστηκε η δυνατότητα των ξένων εταιρειών στην Κίνα να επαναπατρίσουν τα κέρδη τους.