Μέσα σε περίπου οκτώ μήνες, η Ελλάδα μπαίνει ξανά σε «εκλογική λειτουργία». Τούτη τη φορά η προσφυγή στις κάλπες ήταν αναπόφευκτη μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Τσίπρα. Η προσδοκία είναι οι προσεχείς εκλογές να δώσουν μια πιο διαχειρίσιμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
H WS Journal φιλοξενεί άρθρο του δημοσιογράφου της «Καθημερινής» Γιάννη Παλαιολόγου, στο οποίο θέτει μια σειρά από καίρια ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει ο Αλέξης Τσίπρας στο δρόμο προς τις κάλπες. Όπως αναφέρει, ο πρώην πρωθυπουργός προσπάθησε να φέρει μια συμφωνία που θα είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά σε αυτό που είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του. Τελικά, έφερε μια συμφωνία που απέχει πολύ από τα υπεσχημένα. Κάτι που το παραδέχθηκε και ο ίδιος εκφράζοντας την πεποίθησή του ότι η συμφωνία δεν θα είναι βιώσιμη και ότι θα πλήξει την ελληνική οικονομία.
Αυτό ήταν, εντέλει, το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει ο Τσίπρας για να κρατήσει την Ελλάδα στην Ευρωζώνη – μια άλλη προεκλογική υπόσχεσή του. Αυτό που ζητάει, πλέον, είναι να επικυρώσουν ή να απορρίψουν οι ψηφοφόροι τη δική του αλλαγή πλεύσης και κατεύθυνσης.
Ωστόσο, τίθενται πολλά ερωτήματα προς τον Αλέξη Τσίπρα: ειδικά λόγω του γεγονότος ότι έχει προηγηθεί το δημοψήφισμα που τελικά αγνοήθηκε και μάλιστα οδήγησε στα capital controls που συνεχίζουν να επηρεάζουν την καθημερινότητα των Ελλήνων και έχουν βυθίσει την οικονομία σε ύφεση.
Το ερώτημα είναι γιατί ο Τσίπρας οδήγησε τα πράγματα σε εκλογές τόσο γρήγορα; Τη στιγμή μάλιστα που τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα είχαν αποφασίσει να τον στηρίξουν μέσα στη Βουλή κι εκείνος να συνεχίσει να κυβερνά. Οι εκλογές θα μπορούσαν να καθυστερήσουν για αργότερα και αφού πρώτα είχε πραγματοποιηθεί το πρώτο review από τους πιστωτές. Επιπλέον, θα μπορούσε να μπει στο τραπέζι των συζητήσεων το θέμα της περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους και η προοπτική εισόδου της Ελλάδα στο πρόγραμμα QE του Μάριο Ντράγκι. Επιπλέον, θα είχαν εισρεύσει χρήματα από τη συμφωνία και έτσι το Δημόσιο θα μπορούσε να αποπληρώσει τους προμηθευτές του – κάτι που αυτή τη στιγμή δεν συμβαίνει οδηγώντας τα πράγματα σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση.
Ο κ. Παλαιολόγος εξηγεί πως υπάρχουν εξηγήσεις για τη βιασύνη του: δεν ήθελε να αρχίσουν τα μέτρα να έχουν επιπτώσεις στη ζωή των Ελλήνων. Ακόμη και έτσι, όμως, με ποιους θα σχηματίσει συνασπισμό; Ο Τσίπρας λέει πως δεν θέλει να συνεργαστεί με τα «παλαιά κόμματα» και προτιμάει να συνεχίσει τη συνεργασία του με τους ΑΝ ΕΛ. Μόνο που υπάρχει ένα μεγάλο «αν» που έχει να κάνει με την προοπτική του Πάνου Καμμένου να μπει στη Βουλή.
Σύμφωνα με το άρθρο, θα είναι άσχημα νέα για την Ελλάδα μια ακόμη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι Τσίπρας-Καμμένος να επιδιώξουν ευρύτερη συναίνεση και διαφάνεια που είναι κρίσιμα ζητήματα για την εφαρμογή του προγράμματος. Το γεγονός ότι η Μέρκελ τάχθηκε υπέρ των εκλογών, μπορεί να σημαίνει ότι είτε ο Τσίπρας παρέλειψε να πει στους Ευρωπαίους ηγέτες με ποιους θέλει να συνεργαστεί, είτε τους μετέφερε άλλα σχέδια που δεν τα έχει πει στους Έλληνες.
Το πρόβλημα παραμένει: Αν ο Τσίπρας κερδίσει, πρέπει να συμπεριφερθεί σαν να πιστεύει στο πρόγραμμα διάσωσης. Ανεξάρτητα του τι πιστεύει, οφείλει να εφαρμόσει τη συμφωνία. Αυτή θα είναι η τελευταία διάσωση της Ελλάδας. Είτε θα ανακάμψει η χώρα, είτε θα αποχωρήσει από την Ευρωζώνη. Από τον ίδιο θα εξαρτηθεί τι από τα δύο θα γίνει. «Εάν δεν μπορεί να επωμιστεί την ευθύνη της εφαρμογής, θα πρέπει να κάνει στην άκρη για κάποιον άλλον που θα μπορεί», καταλήγει το άρθρο.