Αν οι ελληνικές αρχές είναι έτοιμες να συζητήσουν και να καθίσουν στο τραπέζι, τότε θα είμαστε εκεί, δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ εμφανίστηκε για μία ακόμη φορά πιο διαλλακτική από τον Γερούν Ντάισελμπλουμ και έκανε ξανά λόγο για αναδιάρθρωση χρέους.
Παρόλα αυτά, σε συνέντευξή της στο BBC σημείωσε ότι με το ελληνικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα να λήγει στις 30 Ιουνίου, το δημοψήφισμα που έχει αποφασιστεί να γίνει στην Ελλάδα νομικά θα σχετίζεται με προτάσεις και διακανονισμούς που δεν είναι έγκυρες.
Σε ερώτηση για το αν είναι μεγαλύτερη η πιθανότητα της εξόδου μετά από την εκπνοή του προγράμματος, η Κριστίν Λαγκάρντ παρατήρησε ότι την ίδια ημέρα πρέπει να καταβάλει η Ελλάδα και τη δόση προς το ΔΝΤ. «Η δόση εκπνέει στις 30 Ιουνίου, 6 μ.μ. ώρα Ουάσιγκτον. Είναι χρήματα που οφείλονται στη διεθνή κοινότητα, ανάμεσά τους και σε ανθρώπους με χαμηλότερο επίπεδο ζωής από εκείνο στην Ελλάδα. Ελπίζω πολύ ότι η δόση θα καταβληθεί. Αν αυτό δεν γίνει, η Ελλάδα παραμένει μέλος του ΔΝΤ, θα έχει πρόσβαση σε τεχνική βοήθεια, αλλά δεν θα μπορώ πλέον να εκταμιεύσω προς όφελος της Ελλάδας, δεν θα έχει πλέον πρόσβαση σε χρηματοδότηση», τόνισε η κ. Λαγκάρντ και σημείωσε με νόημα «Είναι κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ».
Στο ερώτημα για το αν υπάρχει περίπτωση να υπάρξει συζήτηση σε περίπτωση που στο δημοψήφισμα οι Ελληνες ψηφίσουν «ναι», η διευθύντρια του ΔΝΤ επικαλέστηκε μία φράση που χρησιμοποίησε πρόσφατα η Ανγκελα Μέρκελ για το ελληνικό ζήτημα.
«Οταν υπάρχει θέληση, υπάρχει τρόπος», απάντησε η Κριστίν Λαγκάρντ, επαναλαμβάνοντας τα όσα είπε και προσερχόμενη στο χθεσινό Eurogroup. «Πρέπει να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Από τη μία μέτρα και μεταρρυθμίσεις, από την άλλη χρηματοδότηση και ελάφρυνση χρέους».
Τέλος, όταν ο δημοσιογράφος την ρώτησε αν ανησυχεί για τις απώλειες του ΔΝΤ με την εμπλοκή του στην Ελλάδα και το τι έχει να χάσει η ίδια από αυτό, η Κριστίν Λαγκάρντ απάντησε: «Προς το παρόν ανησυχώ για τους Ελληνες. Είναι εκείνοι που εμπλέκονται άμεσα και εκείνοι που θα ψηφίσουν για να καθορίσουν αν μπορούν να αποφασίσουν για πιο βιώσιμο και σταθερό οικονομικό μέλλον».