Μοιάζει με κλασικό deja vu: οι συζητήσεις ανάμεσα στους δανειστές και την Ελλάδα είναι σαν παγωμένη εικόνα. Θυμίζουν την εποχή που ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν πρωθυπουργός της χώρας και ξεκινούσε την αντιπαράθεση με την «αντίπαλη» πλευρά.
Το αμερικανικό think tank OMFIF πραγματοποιεί μια ανάλυση για ένα θέμα ταμπού που από την πρώτη στιγμή προκάλεσε την οργή των Ευρωπαίων και συνεχίζει να τους προκαλεί φόβους και ανησυχίες: τη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος.
Γράφει αρχικά: «Η ουσία των κλασικών αφηγήσεων είναι ότι καθένας γνωρίζει τι θα συμβεί στη συνέχεια. Έχουν ακούσει ξανά την ιστορία ή είναι μέρος των εμπειριών τους. Η χαρά και ο πόνος κείται στο να αναβιώνει το οικείο. Το 2011 ο Παπανδρέου επιθυμούσε να προχωρήσει σε ένα δημοψήφισμα ρωτώντας τους πολίτες τι πραγματικά ήθελαν να γίνει. Ωστόσο, η Μέρκελ και ο Σαρκοζί τον απέτρεψαν με κάθε τρόπο. Ο Παπανδρέου υπέκυψε στις διαθέσεις των Γερμανών και των Γάλλων. Αυτό κατέστρεψε την αξιοπιστία του και τις εκλογικές ελπίδες του κόμματός του. Τώρα έχουμε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Όταν είσαι στην αντιπολίτευση μπορείς να υποσχεθείς τα πάντα – ακόμη και τον ουρανό. Εν συνεχεία επιστρέφεις στη γη και όταν πάρεις την εξουσία αντιλαμβάνεσαι τους περιορισμούς».
Τα δύσκολα ήρθαν
Όπως αναφέρει η συγκεκριμένη ανάλυση, μπορεί η νέα κυβέρνηση να ανέδειξε έναν ροκ σταρ υπουργό (βλ. Βαρουφάκης), αλλά τώρα είναι που έρχονται τα δύσκολα. Και αυτό διότι η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Το να δεχθεί ό,τι της λέει η Τρόικα αντίκειται στις αρχές του κόμματος. Ήρθαν στην εξουσία με το σύνθημα «Δεν μπορούμε να πληρώσουμε, δεν θα πληρώσουν», άρα πλέον χρειάζεται να δεχθούν την τιμωρία. Ο δρόμος διαφυγής είναι μόνο ένας: όπως ο Παπανδρέου, αλλά πάντα με έντονη την αίσθηση του επείγοντος, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να απευθυνθεί στους πολίτες.
Αναφέρουν οι συντάκτες της ανάλυσης: «Η κυβέρνηση πρέπει να πει ''θεωρούσαμε πως ήταν εύκολο να αποκρούσουμε τη λιτότητα. Αποδείχθηκε πως δεν ήταν τόσο εύκολο. Εάν πρέπει να εκπληρώσουμε την υπόσχεσή μας προς εσάς, οφείλουμε να πάμε σε ένα Grexit. Αφήνοντας το ευρώ σημαίνει αποκρούουμε όλα τα χρέη, πάμε σε νέο υποτιμημένο νόμισμα και πληρώνουμε το κόστος να μην δανειζόμαστε από τις αγορές. Αυτό θα φέρει μια πενταετία, τουλάχιστον, συνολικής δυστυχίας''. Επιπλέον η κυβέρνηση πρέπει να πει ''ο εναλλακτικός δρόμος είναι αυτό που συμβαίνει τώρα. Περιλαμβάνει 40 χρόνια σταθερού πόνου μια μια εξαφανισμένη γενιά. Η επιλογή είναι δική σας. Εμείς θα συμμορφωθούμε με τις οδηγίες σας''».
Να μην υποκύψει στην Τρόικα
Σύμφωνα με το άρθρο, αυτή τη φορά η Ελλάδα δεν πρέπει να υποκύψει στην Τρόικα. Θα πρέπει να επιμείνει στο δημοψήφισμα. Χρειάζεται να εξηγηθούν λεπτομερώς στους πολίτες όλες οι εναλλακτικές. Χρειάζεται να γίνει συζήτηση για το ρεαλισμό της αποπληρωμής του χρέους και την ουτοπία της επαναδιαπραγμάτευσής του. Θα πρέπει να ειπωθούν το κόστος, τα σενάρια και τα δεδομένα. «Οι πόζες της αριστερής κυβέρνησης δεν πρόκειται να κάνουν το Grexit ανώδυνο. Αυτό που έχει σημασία είναι ο πόνος των δύο εναλλακτικών λύσεων. Οι ψηφοφόροι είναι εκείνοι που πρέπει να αποφασίσουν τι επιθυμούν να συμβεί. Η κυβέρνηση να μιλήσει ανοιχτά για το παράδειγμα της Βενεζουέλας, μόνο που η Ελλάδα δεν έχει πετρελαιοπηγές. Ούτε υπάρχει η βοήθεια των ΗΠΑ, όπως με τον Τρούμαν, καθώς δεν υφίσταται κανένας Ψυχρός Πόλεμος, ούτε ανάγκη να σωθεί η Ελλάδα από τον κομμουνισμό. Η Ρωσία μπορεί να προσφέρει κάποια βοήθεια, αλλά κι εκείνη υποφέρει από την πτώση των τιμών του πετρελαίου».
Όπως η Ισλανδία
Και καταλήγει η ανάλυση: «Δεν θα υπάρξει κανένας άγγελος να προστρέξει για βοήθεια. Οι συνθήκες θυμίζουν πολύ με την περίπτωση της Ισλανδίας όταν η κυβέρνηση έλαβε την εντολή μέσω δημοψηφίσματος να βγει από τις αγορές και να εναντιωθεί στο χρέος της. Η χώρα επιβίωσε και επέστρεψε στην κανονικότητα. Τα προβλήματα της Ελλάδας, βέβαια, είναι χειρότερα. Αλλά σε αντίθεση με την περίπτωση της Ισλανδίας, οι δανειστές της Ελλάδας είναι κράτη και όχι ιδιώτες. Έχουν πολλούς λόγους να λέμε πως ό,τι δεν ήταν αληθινό πριν, είναι τώρα. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα δημοψήφισμα, έτσι ώστε ο πληθυσμός να ακολουθήσει μια μελλοντική πορεία, όποια και αν είναι αυτή. Οι Γερμανοί θα έπρεπε να είναι υπέρ αυτής της λύσης».