Ο Σωτήρης Κοματσιούλης, ο άντρας με τον οποίο έφυγε στο Λονδίνο η κινηματογραφική Ευδοκία, διηγείται στην iefimerida το αληθινό στόρι της Μαρίας Βασιλείου.
Τον Σωτήρη Κοματσιούλη δεν τον βρήκα, με βρήκε. Με επισκέφτηκε με αφορμή μια μικρή αναφορά που είχα κάνει στο κομμάτι του «Επιδρομή απ’ τον Άρη» και μου έφερε το άλμπουμ με τις πρώτες ηχογραφήσεις του, οι οποίες είχαν επιτέλους κυκλοφορήσει σε ένα ιδιαίτερα προσεγμένο βινίλιο. Από τότε που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα συναντηθήκαμε πολλές φορές, μου έχει διηγηθεί ένα σωρό ιστορίες (οι πιο πολλές απίστευτες), αυτή όμως που με εντυπωσίασε πιο πολύ απ’ όλες ήταν η σχέση του με τη Μαρία Βασιλείου, άλλον έναν θρύλο των ’70s και πρωταγωνίστρια της Ευδοκίας. Η Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού ήταν και εξακολουθεί να είναι μία από τις κορυφαίες ταινίες του ελληνικού σινεμά, για πολλούς η πιο σπουδαία, και ο μύθος που δημιουργήθηκε γύρω απ’ αυτή όσο περνούσαν τα χρόνια αφορά σε μεγάλο βαθμό την πρωταγωνίστριά του. Η κυπριακής καταγωγής Ελληνο-αγγλίδα Μαρία Βασιλείου δεν ήταν καν ηθοποιός όταν την επέλεξε ο Δαμιανός για να γίνει η Ευδοκία της ταινίας του, εμφανίστηκε στο «Θίασο» του Αγγελόπουλου και πρόλαβε να κάνει κι άλλες δυο ταινίες μέχρι το 1974 που έφυγε για πάντα για το Λονδίνο («Παιδιά των Λουλουδιών» και «Ερωτισμός και Πάθος» του Όμηρου Ευστρατιάδη). Τα ίχνη της αγνοούνται από τότε, κι όσες αναφορές έγιναν στη ζωή της στο Λονδίνο και το τέλος της ήταν από ανεπιβεβαίωτες μαρτυρίες. Ο Σωτήρης Κοματσιούλης ήταν ο άνθρωπος που συνόδεψε τη Μαρία στο Λονδίνο και έγινε ο σύζυγός της. Η ιστορία ξεκινάει από εδώ. Σε όσα καταπληκτικά μου διηγήθηκε από την πρώτη μας συνάντηση και αφορούσε τις πρώτες μέρες του Λονδίνου είχε αναφέρει αρκετές φορές το όνομα της, αλλά χρειάστηκαν μέρες να συνειδητοποιήσω ότι μιλούσε για την «Ευδοκία» (άρχισα να συνδέω τα κομμάτια όταν μου εξιστορούσε την επίσκεψη του Θεόδωρου Αγγελόπουλου στο μαγαζί του στην Αγγλία). Χρειάστηκαν επίσης πολλές προσπάθειες να τον πείσω να μιλήσει για τη Μαρία, στο τέλος όμως δέχτηκε να μου πει για τη «δικιά του Μαρία». Και το στόρι πάει κάπως έτσι… Χειμώνας του 1973, λίγο πριν το Πολυτεχνείο. Στο ABC της Πατησίων –το νάμπερ ουάν κλαμπ της εποχής όπου έπαιζα με τους Foremost και τους Sunset και το γεμίζαμε κάθε βράδυ- ήρθε ένα κορίτσι να ζητήσει δουλειά. Εκείνη η κοπέλα, Ελληνο-αγγλίδα, κυπριακής καταγωγής είχε έρθει να την ακούσω επειδή έψαχνα τραγουδίστρια. Θυμάμαι ήταν παντρεμένη με έναν Ιταλό. Την άκουσα και μου άρεσε. Ήταν η αδερφή της Μαρίας Βασιλείου, η Ελένη. Την πρώτη φορά που έφερε τη Μαρία στο ABC έγινε χαμός στο μαγαζί. Όλοι την κοιτούσαν και τη σχολίαζαν. Είχε μόλις κάνει την Ευδοκία και ετοιμαζόταν να κάνει το Θίασο. Ήταν εντυπωσιακά όμορφη, σταρ. Εγώ δεν την είχα ούτε ακουστά. Βοηθούσα πολύ την αδερφή της –είχε πολύ καλή φωνή- και ήρθε και μου μίλησε. Έτσι τη γνώρισα. Και η Μαρία είχε πολύ γλυκιά φωνή, σα χάδι. Το ίδιο βράδυ με καλούν στο σπίτι τους. Εκείνη την εποχή ήμουν φίρμα, είχα μόλις βγάλει το δίσκο, εμφανιζόμουν με τους Κάστορες, έπαιζα παντού με το δικό μου συγκρότημα, με τον Σπάθα, με τον Αντύπα, ήμουν το νάμπερ ουάν στην Ελλάδα. Οπότε, κάνουμε κλικ. Από την πρώτη μέρα κολλήσαμε και δεν ξαναέφυγα από το σπίτι της. Την άλλη μέρα μάζεψα τα πράγματά μου και μετακόμισα εκεί. Κρίσης 74, στην Κυψέλη. Για τα επόμενα χρόνια δεν με άφησε ούτε στιγμή. Τότε αρχίζει η πίεση από τη χούντα. Έχουν πάρει χαμπάρι ότι τα τραγούδια μου είναι επαναστατικά και αρχίζουν να με ενοχλούν. Η Music Box μου κάνει πόλεμο, δεν μου δίνουν το συμβόλαιο, ήταν μιλημένοι να με εξαφανίσουν, κάθε μέρα σαματάς, να με λένε αλήτη, να μπαίνουν στο μαγαζί συνταγματαρχέοι, να με περιμένουν, γινόταν χαμός. Άρχισα να κάνω συναυλίες με διαφορετική μπάντα, έδιωξαν τη δικιά μου και μου έφεραν τους Sunset. Για να μην θίξω τα παιδιά κι ας είμαι πολύ πικραμένος, παίρνω τους Κάστορες (που τότε ήταν αντίπαλοι των Socrates) και κάνουμε μια περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Φτάσαμε ακόμα και στο χωριό μου, τη Σιάτιστα. Οι φωτογραφίες στο εξώφυλλο του δίσκου είναι από εκεί. Πήγαμε Καστοριά, Κοζάνη, Λάρισα, οπότε λέω «παιδιά αρκετά», μάζεψα όσα λεφτά μπορούσα και γυρίσαμε Αθήνα. Για οικονομία μείναμε λίγες μέρες στο σπίτι του Σπύρου Φατούρου από τους Κάστορες (σε ένα παλιό μαγαζί, σαν τους γύφτους). Από διάφορες ύποπτες ενέργειες κατάλαβα ότι κινδύνευα και έπρεπε να εξαφανιστώ. Το διαβατήριο το έβγαλα στο όνομα Στέφανος Γκέμος, υπήρχε ένας θείος μου με αυτό το όνομα. Κι έτσι φύγαμε από τα σύνορα. Με το Magic Bus. Ήταν πλήρης καταστροφή. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ: θλίψη, βρώμα, άπλυτοι, έκανε 10 μέρες να φτάσει στην Αγγλία. Να πηγαίνει στη μια χώρα και να μας διώχνουν, να πηγαίνει στην άλλη και να μας ξαναδιώχνουν, δεν το άφηναν να περάσει γιατί δεν είχε χαρτιά. Όταν φτάσαμε στην Αγγλία με κράτησαν στα σύνορα. Είδαν που είχα όργανα, μηχανήματα για τους δίσκους μου, δημοσιεύματα σε ελληνικές εφημερίδες, σου λέει αυτός έρχεται να μείνει εδώ μόνιμα και να δουλέψει. Είχα πάρει και 20 ζακέτες γούνινες απ’ τον πατέρα μου για να τις πουλήσω στην αρχή, για να μπορέσω να ζήσω, γιατί δεν είχα τίποτ’ άλλο. Ήμουν απελπισμένος και φοβισμένος. Στο σπίτι μου στη Σιάτιστα και στον πατέρα μου στην Καστοριά πήγαιναν κάθε μέρα και ρωτούσαν πού είμαι, με έψαχναν και φοβόμουν να μην με «καθαρίσουν». Στα αγγλικά σύνορα μου έλεγαν θα σε γυρίσουμε πίσω και είχα τρελαθεί. Η Μαρία να τρελαίνεται, να κλαίει, δεν έφυγε ούτε λεπτό από το τελωνείο. Ήταν μαζί μου σε όλη την περιοδεία στην Ελλάδα, παντού. Πείνα, μας έκλεψαν τα λεφτά, μαζί μου σε όλα η καημένη. Την πήγα και στη μάνα μου. Την αγαπούσαν πολύ. Ήταν ψυχούλα και γέλαγε όλη την ώρα. Ο πατέρας μου τη λάτρευε. «τι γυναικάρα είναι αυτή!», μου έλεγε. Στο τελωνείο λοιπόν έκανε ολόκληρο πόλεμο και με τις φωνές κατάφερε να μου φέρουν έναν διερμηνέα. Ο άνθρωπος είχε μείνει στην Ελλάδα και μιλούσε ελληνικά. Ήμουν λιώμα απ’ την ταλαιπωρία και χάλια ψυχολογικά, ήμουν κι αδύνατος, σκελετός με μακριά μαλλιά. Ήρθε αυτός και με ρώτησε «τι έγινε φίλε;». Του είπα ότι είμαι γνωστός τραγουδιστής στην Ελλάδα και με κυνηγάει η χούντα. «Θα με σκοτώσουν αν γυρίσω πίσω». Μου ρωτάει τότε αυτός «τον Μπιθικώτση τον ξέρεις; Έχω μείνει στο σπίτι του». «Ναι», του λέω εγώ, «τον ξέρω πολύ καλά». Δεν τον ήξερα. Δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ, δεν ήξερα καν αν με είχε ακουστά, παρόλο που γινόταν χαμός με εμένα τότε στην Ελλάδα. Ήλπιζα όμως ο Θεός να κάνει το θαύμα Του. Παίρνει λοιπόν αυτός τηλέφωνο τον Μπιθικώτση και τον ρωτάει αν με ξέρει «τον κρατάμε εδώ και θέλουμε να ξέρουμε τι είναι», του λέει, κι ο Μπιθικώτσης του απαντάει «ναι, τον ξέρω, είναι δικό μου παιδί, έχει έρθει για λίγο και θα γυρίσει γιατί έχουμε κλείσει δουλειές μαζί»! Μου έδωσαν έτσι άδεια 20 ημερών. Για διακοπές. Εκεί έφαγα το πρώτο fish and chips στη ζωή μου. Με την πείνα που είχα ήταν το πιο νόστιμο φαγητό του κόσμου. Μόλις φτάσαμε στην Αγγλία, το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να παντρευτούμε, δεν είχαμε κι άλλη επιλογή. Σε δέκα μέρες παντρευτήκαμε και εκείνη η ημέρα ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής μου. Θυμάμαι είχα πιάσει στην αγκαλιά μου την αδερφή της τη μικρή και τη στριφογύριζα. Ήταν η πρώτη μέρα ελευθερίας. Τις πρώτες δέκα μέρες τις πέρασα στο κρεβάτι. Απ’ τη στεναχώρια μου που άφησα την Ελλάδα, που τα παράτησα όλα, που άφησα τους δικούς μου… Στο σπίτι έμεναν 9 παιδιά, συνολικά ήταν 12. Οι τέσσερις αδελφές και τα υπόλοιπα αγόρια. Λούλα, Μάγδα, Ελένη και Μαρία. Μετά ήταν ο Πάρις, ο Τζορτζ… μιλούσαν μισοσπασμένα ελληνικά, η μαμά ήταν σαν αρχηγός κι έπαιρνε λεφτά από όλους. Θυμάμαι ήμουν ξαπλωμένος όταν ήρθε ο μπαμπάς στο δωμάτιο και μου είπε «σαν τη λεχώνα κάνεις». Κι αυτός τεμπελαράς, ποτέ δεν δούλευε, ζούσαν από τα λεφτά που έπαιρναν από τα παιδιά. Με αυτό που μου είπε σηκώθηκα και άρχισα να δουλεύω. Έκανα για λίγο καιρό γουναρικά στο σπίτι τους, έφτιαχνα παλτά κι έκανα επιδιορθώσεις. Από κει έβγαιναν τα λεφτά, τι νομίζεις, ότι έβγαιναν απ’ το τραγούδι; Η Μαρία ήταν παντρεμένη ξανά με έναν Ιταλό μάγειρα, τον οποίο τον έλεγαν Κάρλο και είχε πεθάνει από καρκίνο. Όταν τη γνώρισα ήταν χήρα. Εγώ 17 χρονών κι αυτή 25. Η πρώτη δουλειά που κάναμε ήταν να πάμε στον Robert Wyatt, με τον οποίο ήταν πολύ φίλοι. Αδελφικοί φίλοι. Διάβασα ότι είχαν σχέση, αλλά δεν είναι αλήθεια, με τη Μαρία μεγάλωσαν μαζί. Ζούσε θυμάμαι σε ένα μεγάλο παλιό σπίτι με μια αυλή που δεν είχε ούτε καν φράχτη. Ξέρω επίσης ότι η Τζούλι Κρίστι όταν έπαθε το ατύχημα (πήδησε από το παράθυρο του πρώτου ορόφου για να μην πληγώσει τη γυναίκα του, επέστρεψε ξαφνικά κι αυτός ήταν με γκόμενα) τον χρηματοδοτούσε εφ’ όρου ζωής. Έμεινε ανάπηρος κι αυτή κάθε μήνα του έδινε λεφτά. Του είχε κόψει ένα μηνιαίο βοήθημα, γιατί ο Robert Wyatt ήταν φτωχός. Και φτωχός παρέμεινε. Ο Robert Wyatt μας πάντρεψε στο Δημαρχείο του West End, στο κέντρο του Λονδίνου. Ήταν μάρτυρας. Μετά μου βρήκε την μπάντα γιατί δεν ήξερα καθόλου αγγλικά. Με συμβούλεψε όμως να τραγουδήσω στα αγγλικά, παρόλο που η προφορά μου ήταν χάλια. Επειδή έβγαινα Έλληνας με μπουζούκι, η προφορά μου δικαιολογήθηκε. Η Μαρία συνέχεια μαζί μου. Παίζαμε σε ένα σωρό μαγαζιά και γινόταν χαμός. Η δισκογραφία δεν με ενδιέφερε, ήθελα πάντα να γυρίσω στην Ελλάδα. Έπαιζα μουσική στη γειτονιά της Μαρίας, στο Bingo social club. Όλη μέρα εκεί, έπαιζε κι αυτή bingo με τη μαμά της, τρελαμένες. Κάποια φορά πέρασαν από κει κάποια μαύρα παιδιά που είχαν χάσει το δρόμο -πήγαιναν στο Μπρίξτον- και τους άρεσε πολύ το παίξιμό μου. Με κάλεσαν το βράδυ να τους ακούσω στο μαγαζί που έπαιζαν ρέγκε. Ήταν τα ανίψια του Μπομπ Μάρλεϊ που αργότερα έγιναν Third World. Αυτοί με πήγαν και στην Τζαμάικα και ηχογραφήσαμε στο Studio One. Έγραψα ένα κομμάτι που τραγουδάει η Μαρία και η αδερφή της η Ελένη. Είναι ένα χαρούμενο ποπ κομμάτι της εποχής και είναι το μοναδικό που ακούγεται η φωνή της. (σημ: το κομμάτι είναι αυτό) Αυτό που μου είχε κάνει πιο μεγάλη εντύπωση με όλους αυτούς, τον Bob Marley, τον Robert Wyatt ήταν το πόσο απλοί άνθρωποι ήταν. Είχα μάθει εδώ με όλες τις φίρμες που ήταν απλησίαστες και στην αρχή σκεφτόμουν ρε μήπως δεν είναι αυτός; Μήπως με δουλεύει η Μαρία και δεν είναι ο Wyatt; Δεν μπορεί να είναι τόσο απλοί. Με τη Μαρία χωρίσαμε μετά από δύο χρόνια. Ασυμφωνία χαρακτήρων. Ήταν μπλεγμένη ήδη απ’ την Αθήνα και άρχισε να κάνει διάφορα. Λάθη. Μετά από τον πρώτο ενάμιση χρόνο αρχίσαμε να σκοτωνόμαστε, έφευγε, γύριζε. Μέχρι που χωρίσαμε. Όταν πήγα στην Τζαμάικα είχαμε ήδη χωρίσει. Δεν ξαναπαντρεύτηκε. Με κυνηγούσε για χρόνια, όπου κι αν πήγαινα. Κάποια στιγμή αποφάσισα να ξαναφτιάξω τη ζωή μου, γνώρισα μια κοπέλα, πολύ πλούσια, τραγουδούσα στο μαγαζί της και με ερωτεύτηκε. Με συμπαθούσε κι η οικογένειά της. Κάποια στιγμή που είχαμε βγει όλοι μαζί για φαγητό εμφανίστηκε η Μαρία και φώναζε αυτός είναι ο άντρας μου. Έγινε χαμός. Πλακωθήκαμε και μου έκανε χαλάστρα. Στο Τζέρσεϊ αυτό, στα νησιά της Μάγχης! Και στην Τζαμάικα ήρθε. Δεν την ξαναείδα από τότε. Έμαθα ότι γέννησε ένα κοριτσάκι το οποίο μεγάλωσε η αδερφή της η Ελένη, η Μαρία πέθανε από καρκίνο μερικά χρόνια αργότερα. Ήταν λίγο μετά το ‘80. Το ‘80 ήρθε ο αδερφός της ο Κρις να μείνει για λίγο στο σπίτι μου στο Μάντσεστερ και μου είπε ότι η Μαρία ήταν άρρωστη και ήθελε να με δει. Πάντα με αγαπούσε. Δεν πήγα... Τις φωτογραφίες τις έσκισα, δεν κράτησα τίποτα, αφού να φανταστείς αυτή για το εξώφυλλο του δίσκου μου την βρήκα τυχαία σε ένα σπίτι συγγενών μου και τις υπόλοιπες τις αγοράσαμε 1500 ευρώ. Ποτέ δεν σκέφτηκα να τις κρατήσω. Ο Σωτήτρης Κοματσιούλης εμφανίζεται ζωντανά στο Bios στις 15 Απριλίου μαζί με τους Barbara Farmers και τους Prestige. Ολόκληρο το στόρι του τις επόμενες μέρες.
[Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Λάκη Παπαστάθη "Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία", εκδόσεις Πατάκη].