Η πρόταση ήταν απλή. Ελευθερία, ασφάλεια για τις οικογένειές τους και εκατομμύρια δολάρια. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να αλλάξουν τα πιστεύω τους. Ηταν η πρόταση που έκανε η CIA σε φυλακισμένους στο Γκουαντάναμο. Οσοι τη δέχθηκαν, από εχθροί της Αμερικής έγιναν διπλοί πράκτορες στο πλευρό της και «φονικές» μηχανές κατά της τρομοκρατίας. Αυτό ήταν το πρόγραμμα που άφηνε ελεύθερους τους πιο επικίνδυνους ανθρώπους.
Ηταν στα πρώτα χρόνια έπειτα από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, όταν η CIA άρχισε να δίνει τις παραπάνω υποσχέσεις σε φυλακισμένους στο Γκουαντάναμο. Το πρόγραμμα ήταν ένα στοίχημα με μεγάλο ρίσκο. Οι επικεφαλής γνώριζαν καλά πως ίσως κάποιοι από αυτούς να «χαλούσαν» τη συμφωνία και να έστρεφαν ξανά το όπλο τους εναντίον Αμερικανών. Αλλά για τη CIA αυτό ήταν ένα αποδεκτό ρίσκο σε μία επικίνδυνη επιχείρηση.
Ηταν ένα από τα πολλά μυστικά προγράμματα που αγνοούσε ο αμερικανικός λαός, όπως αναφέρει στο σχετικό δημοσίευμα το Associated Press. Τη στιγμή που η κυβέρνηση έκλεισε σε κελιά με την ακαθόριστη κατηγορία του κινδύνου της τρομοκρατίας, άφηνε ελεύθερους διαπιστωμένα επικίνδυνα άτομα προκειμένου να δουλέψουν για λογαριασμό της CIA.
Το πρόγραμμα πραγματοποιούνταν σε μία μυστική εγκατάσταση κοντά στο Γκουαντάναμο. Τα οχτώ μικρά σπιτάκια της ήταν κρυμμένα πίσω από μία βουνοπλαγιά. Οσοι πέρασαν από εκεί, είχαν κωδικά ονόματα. Αλλά εκείνοι που γνώριζαν το πρόγραμμα και την εγκατάσταση, την ήξεραν ως Penny Lane. Ηταν αναφορά στο κλασικό τραγούδι των Beatles, συνήθεια της CIA, που αποκαλούσε μία άλλη μυστική εγκατάστασή της στην περιοχή ως Strawberry Fields, εμπνευσμένο πάλι από τη δισκογραφία των θρυλικών «σκαθαριών».
Κάποιοι από αυτούς που πέρασαν από εκεί βοήθησαν τη CIA να εντοπίσει και να σκοτώσει άτομα που ήταν ψηλά στην ιεραρχία της Αλ Κάιντα, όπως είπαν στο Associated Press στελέχη που μετείχαν στο πρόγραμμα αλλά μίλησαν υπό το καθεστώς της ανωνυμίας. Παρότι αυτό έληξε το 2006, ακόμη δεν μπορούν να μιλήσουν δημόσια για το πρόγραμμα. Οι ίδιοι παραδέχονται πως άλλοι «εκπαιδευόμενοι» σταμάτησαν στην πορεία να δίνουν χρήσιμες πληροφορίες και η CIA έχασε την επαφή μαζί τους.
Η ιδέα προέκυψε όταν τον Ιανουάριο του 2002 οι κρατούμενοι άρχισαν να φτάνουν κατά κύματα στο Γκουαντάναμο. Η CIA δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια σε μία τέτοια ευκαιρία για να βρει πηγές. Εκείνη τη χρονιά 632 άτομα έφτασαν εκεί και το 2003 ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο 117 ακόμη. Το 2003 λοιπόν οι πράκτορες έπιασαν δουλειά στο Penny Lane.
Οι υποψήφιοι βρίσκονταν από τους περιορισμούς της φυλακής σε ένα πιο «σπιτικό» σκηνικό. Τα κτίρια είχαν ξεχωριστές κουζίνες, μπάνια και τηλεοράσεις. Κάθε ένα από αυτά είχε ένα μικρό αίθριο. Κάποιοι κρατούμενοι ζητούσαν πορνό και τους το παρείχαν. Σύμφωνα με έναν από τους αξιωματούχους, η μεγαλύτερη πολυτέλεια ήταν το κρεβάτι. Οχι κουκέτα, αλλά κανονικό κρεβάτι με στρώμα.
Η CIA είχε σχεδιάσει έτσι τα σπιτάκια ώστε να μοιάζουν περισσότερο με ξενοδοχείο, παρά με κελί φυλακής. Εκατοντάδες κρατούμενοι πέρασαν από αξιολόγηση, αλλά είναι μετρημένοι στα δάχτυλα των χεριών εκείνοι που μετατράπηκαν σε κατασκόπους, υπογράφοντας συμφωνία συνεργασίας με τη CIA.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της αμερικανικής κυβέρνησης, το 16% των πρώην τροφίμων του Γκουαντάναμο επανήλθαν στη μάχη κατά των ΗΠΑ όταν αφέθηκαν ελεύθεροι. Είναι άγνωστο αν ανάμεσά τους βρίσκονται και κάποιοι που πέρασαν από το Penny Lane.
Η διείσδυση στην Αλ Κάιντα ήταν ένας από τους βασικούς αλλά δύσκολους στόχους της CIA, κάτι που άλλες μυστικές υπηρεσίες κατάφεραν αλλά σποραδικά. Οι υποψήφιοι του Penny Lane χρειάζονταν «νόμιμες» τρομοκρατικές διασυνδέσεις. Για να είναι χρήσιμοι για τη CIA, θα έπρεπε να καταφέρουν να επανασυνδεθούν με την Αλ Κάιντα. Ομως, στην πραγματικότητα, αρκετοί από τους κρατούμενους στο Γκουαντάναμο ήταν εκεί με βάση ελλιπείς αποδείξεις και άρα μπορούσαν να προσφέρουν ελάχιστη βοήθεια στο πρόγραμμα.
Αυτή ήταν και η μεγαλύτερη ειρωνεία του προγράμματος. Οσοι δεν ήταν αποδεδειγμένα τρομοκράτες, είχαν λιγότερες πιθανότητες να αφεθούν ελεύθεροι από τους πραγματικούς εχθρούς των ΗΠΑ, οι οποίοι όμως θα μπορούσαν να προσφέρουν περισσότερες πληροφορίες.
Οσο για εκείνους που συνεργάστηκαν, είχαν πολλούς λόγους. Κάποιοι έλαβαν διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ θα μετέφεραν τις οικογένειές τους. Κάποιοι πίστευαν ότι η Αλ Κάιντα είχε διαστρεβλώσει το Ισλάμ και θεωρούσαν ότι ήταν καθήκον τους, ως Μουσουλμάνοι, να βοηθήσουν τη CIA να την καταστρέψει. Κάποιος, συμφώνησε να συνεργαστεί επειδή οι πράκτορες υπαινίχθηκαν ότι θα έκαναν κακό στα παιδιά του.
Σε όλους υπόσχονταν χρήματα. Το πόσα ακριβώς έπαιρναν δεν είναι ξεκάθαρο. Αλλά συνολικά η κυβέρνηση έδωσε εκατομμύρια για τις υπηρεσίες τους. Αυτός ήταν και ένας μεγάλος φόβος της CIA. Μήπως κάποιος από τους διπλούς πράκτορες σκοτώσει Αμερικανούς και στη συνέχεια ανακοίνωνε δημόσια πως πληρωνόταν από την υπηρεσία.