Στο Ριάτσε, ένα μικρό χωριό της Καλαβρίας στην Ιταλία, ο δήμαρχος Domenico Lucano έχει δει πολλούς μετανάστες να πνίγονται, προσπαθώντας να πλησιάσουν τις ακτές.
Εδώ και δέκα χρόνια καταβάλει αναρίθμητες προσπάθειες για να βοηθήσει τους αιτούντες άσυλο, οι οποίοι διακινδυνεύουν τη ζωή τους σε ξεχαρβαλωμένος βάρκες. Έτσι δημιούργησε ένα πρόγραμμα που θα μπορούσε κάλλιστα να εκμεταλλευτεί και η Ευρωπαϊκή Ένωση, δίνοντας λύση στα κύματα προσφύγων που φτάνουν στην Ευρώπη.
Όπως γίνεται στα περισσότερα χωριά, οι νέοι εγκατέλειψαν τον τόπο και ο τόπος μαράζωσε. Η τοπική κοινωνία έπεσε σε ύφεση και τα μεροκάματα ήταν δυσεύρετα ενώ από τους 2.500 κατοίκους, οι περισσότεροι είναι ηλικιωμένοι.
Κι όμως, σύμφωνα με άρθρο της Guardian, σήμερα τα σοκάκια του Ριάτσε έχουν μετατραπεί σε χώρους γεμάτους ζωή, χάρη στους μετανάστες. Προσφέρονται μαθήματα ιταλικών στα παιδιά τους, δουλειές στους μεγάλους και κουπόνια τροφίμων στις οικογένειες.
Όλα ξεκίνησαν το 1998, όταν 200 Κούρδοι βρέθηκαν σε μια παραλία κοντά στο Ριάτσε έχοντας εγκαταλείψει τα εδάφη τους εν μέσω ενός ακήρυχτου πολέμου μεταξύ ΡΚΚ και τουρκικού στρατού. Αντί να τους στείλουν σε κάποιο από τα ζοφερά κέντρα κράτησης της Ιταλίας, τα σπίτια του χωριού που είχαν εγκαταλειφθεί από τον τοπικό πληθυσμό, έγιναν σπίτια των μεταναστών. «Οι γονείς μου μού έμαθαν να καλωσορίζω πάντα τους ξένους», λέει ο Lucano.
Οι κάτοικοι του χωριού καλωσόρισαν τους αλλοδαπούς, συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ωφελίμου. «Εμφανίστηκε ξανά μια αχτίδα για το μέλλον. Μια νέα αίσθηση συλλογικής συνεργασίας. Ο κόσμος έφευγε, το σχολείο είχε κλείσει, ενώ το έλλειμμα βασικών υπηρεσιών όλο και μεγάλωνε. Είχαμε αρχίσει να αναρωτιόμαστε αν είχε πλέον νόημα να κάνουμε σχέδια επί χάρτου για να συντηρούμε ένα χωριό, το οποίο ολοένα και ερήμωνε. Οι νέες αφίξεις, όμως, έφεραν μαζί τους και νέες ελπίδες», λέει ο Lucano.
Οι καλές προθέσεις οφείλονται εν μέρει και στις κρατικές επιδοτήσεις για τη στέγαση και τη σίτιση των προσφύγων, οι οποίες άρχισαν με τη σειρά τους να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Το νέο είδος τοπικού νομίσματος έχει τη μορφή κουπονιών, τα οποία λαμβάνουν οι αλλοδαποί ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που προσφέρουν και τα ανταλλάσσουν στα τοπικά μαγαζιά για να προμηθεύονται άλλα προϊόντα. Τα καταστήματα στέλνουν στη συνέχεια τα κουπόνια στο δήμο, ο οποίος αποζημιώνεται από ειδικά κονδύλια του κράτους. Παρά τις συχνές καθυστερήσεις λόγω γραφειοκρατίας, η χρηματοδότηση αυτή κυμαίνεται στα 25-30 ευρώ την ημέρα για κάθε πρόσφυγα.
Παρά τα κονδύλια, το κοινωνικό πείραμα του Ριάτσε είναι χωρίς αμφιβολία πετυχημένο. Με τη βοήθεια ΜΚΟ, ακτιβιστών και ντόπιων εθελοντών, ο δήμος επισκευάζει τα εγκαταλειμμένα σπίτια για να στεγάζει προσωρινά τους πρόσφυγες, που συνεχίζουν να καταφτάνουν στο χωριό από κάθε γωνιά της Γης.
«Για μας είναι όλα εγγόνια», λέει ένας παππούς. «Στο σχολείο η ενσωμάτωση γίνεται αυθόρμητα», λέει η δασκάλα τους και ομολογεί πως «τα παιδιά των αλλοδαπών είναι πολύ έξυπνα. Μάλιστα μαθαίνουν πιο γρήγορα από τα ιταλάκια».