Σύσσωμος ο ευρωπαϊκός έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος αποχαιρέτισε σήμερα μία από τις μέγιστες μορφές του θεάτρου και του κινηματογράφου, τον διακεκριμένο Γάλλο σκηνοθέτη Πατρίς Σερό, ο οποίος άφησε την τελευταία πνοή του την Δευτέρα 7 Οκτωβρίου στο Παρίσι σε ηλικία 69 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με την επάρατο νόσο.
Ο πολυδιάστατος βίος του, η πλούσια πολιτεία του, ο όγκος και η ποιότητα του έργου του είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνοψισθούν σε μερικές γραμμές.
Διευθυντής του ιστορικού Theatre des Amandiers, το οποίο άφησε εποχή επί των ημερών του, ο Πατρίς Σερό συνέδεσε το όνομά του με το ίδιο το σύγχρονο γαλλικό θέατρο.
ο 1968 στο , στο Théâtre de la Commune d’ Aubervilliers. Πρόκειται για το έργο: «Η Τιμή της Ανταρσίας στην Μαύρη Αγορά».Συνεργάστηκε με «τεράστιους ηθοποιούς» και ανέβασε έργα που άφησαν εποχή, στα οποία συγκαταλέγονται κι εκείνα των Μπερνάρ-Μαρί Κολτές και Δημήτρη Δημητριάδη, του οποίου έργο ανέβασε τΠαρίσι
Ο Σερό γεννήθηκε στη Lézigné, Maine-et-Loire και πήγε σχολείο στο Παρίσι. Οι δύο του γονείς ήταν ζωγράφοι. Σε νεαρή ηλικία έγινε γνωστός στους παριζιάνους κριτικούς ως σκηνοθέτης, ηθοποιός και φροντιστής σκηνής του θεάτρου στο λύκειό του (lycée Louis-le-Grand).Στα 15 του χρόνια τον αντιμετώπισαν με θαυμασμό σαν θεατρική διάνοια. Το 1964, στα 19 του, ξεκίνησε να σκηνοθετεί για το επαγγελματικό θέατρο. Το 1966 ίδρυσε μία πολυσύχναστη σκηνή στο παρισινό προάστιο Sartrouville. Το 1969 ανέβασε την πρώτη του όπερα. Τον επόμενο χρόνο συνεργάστηκε στενά με το Piccolo Teatro στο Μιλάνο και τους Paolo Grassi και Giorgio Strehler. Το 1975 εργάστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία σκηνοθετώντας τον "Lear" του Edward Bond. Συχνά συνεργαζόταν με τον Claude Stratz, ενώ ξεκίνησε την προσωπική και επαγγελματική του σχέση με τον αγαπημένο του ηθοποιό Pascal Greggory το 1987.Η πιο πολυσυζητημένη παραγωγή του ήταν όταν το 1976 ανέβασε την τετραλογία του Ρίχαρντ Βάγκνερ «Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν» στο φεστιβάλ Bayreuth Festival, υπό την διεύθυνση του Pierre Boulez. Διχάζοντας κοινό και κριτικούς, ο Σερό επέλεξε να τοποθετήσει την πλοκή του έργου στη περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης του 19ου αιώνα και θεωρήθηκε από πολλούς πως έδωσε περισσότερη έμφαση στο δραματικό παρά στο μουσικό μέρος της όπερας.Η επιρροή του στην παρουσίαση έργων όπερας ήταν σημαντική παγκοσμίως και έγινε ιδιαιτέρως αισθητή από τη στιγμή που παρουσίασε την προαναφερθείσα παραγωγή-ορόσημο, έχοντας σημαντική επίδραση στις δουλειές άλλων σκηνοθετών και σκηνογράφων που μιμήθηκαν την τάση να μεταφέρουν τη δράση των έργων σε διαφορετικό χρόνο από αυτόν που διαδραματίζονται στη πρωτότυπη εκδοχή τους – όπως έκανε ο Σερό στο «Ring» αντικαθιστώντας για παράδειγμα τα βαγκνερικά κέρατα και τα δέρματα, με τα στολίδια της πλουτοκρατίας του 19ου αιώνα.Γνωστός στην Ελλάδα από ταινίες όπως η «Σαρκική εξάρτηση», η «Υπόσχεση» και «Ο αδελφός μου», ο Σερό είχε επίσης παρουσιάσει σημαντικές παραστάσεις στη χώρα μας όπως τα απoσπάσματα από τους «Αδελφούς Καραμαζόφ» του Φ.Ντοστογιέφσκι το 2008 στο θέατρο Ολυμπία, το «Υπόγειο», επίσης του Ντοστογέφσκι (2005) αλλά και το «Μαυσωλείο των εραστών», ένα έργο για τη νόσο του AIDS του συγγραφέα και κριτικού της εφημερίδας «Le Monde» Ερβέ Γκιμπέρ (2006).