Περίτεχνο ρομάντζο εποχής που προσπαθεί να φρεσκάρει την εικόνα σου για τα δράματα με τα φουσκωτά κοστούμια, καταφέρνει να βρει ανανεωμένη αισθητική, αλλά βαλτώνει στο χιλιοφορεμένο του δράμα. Στις αίθουσες την Πέμπτη 7 Ιούλη.
Προσπαθώντας να φρεσκάρει την εικόνα σου για τις ταινίες με τα φουσκωτά κοστούμια και τα πλουμιστά φορέματα και να σερβίρει μια απομυθοποιημένη εκδοχή της ευγενούς ζωής της Γαλλίας του 16ου αιώνα των βασιλικών πολέμων και των ενδοχριστιανικών σταυροφοριών, ο Bertrand Tavernier ανοίγει την ταινία του με σκηνή μακελειού τόσο πρόχειρη, ψεύτικη κι ερασιτεχνικά στημένη, που σε κάνει να κρατάς το κεφάλι σου απορώντας τι άλλο θα πρέπει να υποστείς στα υπόλοιπα 100 λεπτα που υπολείπονται των πρώτων 10.
Κι όντως οι μάχες που ακολουθούν, κινούνται σε παρόμοια επίπεδα ανεπάρκειας, κάνοντας τις σχολικές παραστάσεις, ή ακόμη και την Ψυχή Βαθιά (2009) να μοιάζουν με Braveheart (1995) μπροστά του, αλλά μην αγχώνεσαι, μιας και ο πόλεμος δεν είναι παρά μια μικρή παρέκκλιση στην δραματική πορεία του Tavernier, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται τόσο για τα πεδία των σκοτωμών των αντρών, όσο γι’ αυτά του μακελειού του έρωτα, της μέγγενης των ηθών της εποχής, και του δράματος των ανθρώπων που προσπαθούν να τα αψηφήσουν, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα 'χει η αμυαλιά τους στους ίδιους και στους γύρω τους εξίσου.
Κλασική ιστορία γυναικείας απελευθέρωσης, όπως την εντόπισε ο Tavernier στο διήγημα τηςMadame de La Fayette και τη μεταφέρει στο πανί κομπλέ με τα τυπικά κι εύλογα στοιχεία φαντασίωσης που θα επεδείκνυε κάθε γυναίκα πνιγμένη στους κορσέδες της εποχής, πολλώ δε μάλλον η οργιάζουσα φαντασία της νεαράς πιονέρου συγγραφέως, η οποία αν πιστέψεις την ταινία, στις σελίδες του συγκεκριμένου της πονήματος είχε βάλει τις βάσεις για το κλασσικότερο των Άρλεκιν: ο πρίγκιπας που σ’ έχει δεν σ' αξίζει, γιατί εκτός του ότι όποιος σε βλέπει σκληραίνει, εσένα άλλος Δούκας σε υγραίνει, κι αυτός για πάντα θα σε περιμένει.
Αν εξαιρέσεις πάντως το βάλτωμα της ιστορίας του στα λασπόνερα της συμβατικότητας των καταδικασμένων αμόρε του, ο Tavernier καταφέρνει να στήσει ένα περίτεχνο δράμα εποχής, που χωρίς να υπολείπεται στις τεχνικές αρετές της απεικόνισής του, αποφεύγει τις πολυτέλειες της αυλής και προτιμά να σε κυκλοφορήσει στις γήινες αποχρώσεις των κλειστοφοβικά ρουστίκ κάστρων της απέραντης γαλλικής επαρχίας που φιλοξενεί τα καρδιοχτύπια του. Κι αποδίδει με ασυνήθιστη ρεαλιστική αφαίρεση και μινιμαλισμό, την καθημερινή ζωή εκτός και την ευγενή παρουσία εντός της Αυλής, απογυμνωμένη απ’ τις παραφουσκωμένες χορογραφίες ευγένειας που σ’ έχουν προγραμματίσει να περιμένεις αντίστοιχες αναπαραστάσεις.
Τόσο στην καλλιτεχνική του διεύθυνση, όσο και στη διαχείριση της πλούσιας δεξαμενής ερμηνευτικού ταλέντου του, ο Tavernier παραδίδει ένα πορτρέτο ζωής σαφώς πιο προσεγγίσιμο, χειροπιαστό και εν τέλει αληθινό απ’ ό,τι ήξερες μέχρι τώρα, έστω κι αν αμελεί να απεικονίσει τις διακοινωνικές σχέσεις των μηχανορραφιών, των δολοπλοκιών, των πολιτικών εξουσιαστικών παιχνιδιών και των αδίστακτων κουτσομπολιών που αφήνει μονάχα σε αναφορές, για να μη σε αποπροσανατολίσει απ’ το δράμα της ατίθασης καρδιάς της φασκιωμένης καλλονής του.