Σαδιστικά παιχνίδια εξουσίας και ματωμένες πλεκτάνες προδοσίας σε ένα εθιστική δραμεντί που μετατρέπεται σε απροσδόκητα σκοτεινό θρίλερ με στοιχεία νουάρ, ετούτο το μυστήριο γαλλικό φιλμάκι σού δίνει ζουμερές ιδέες για το πώς να αποκαταστήσεις τις εργασιακές ισορροπίες. Στις αίθουσες την Πέμπτη 7 Ιουλίου.
Μπορεί να έχει το ιδανικό μουτράκι για ρομεντί τσιχλόφουσκες γαλλικού τύπου, όμως αν εξαιρέσεις το πρόσφατο στραβοπάτημά της με τους Les Bien-Aimes (2011) που έκλεισε άνευρα τις περασμένες Κάνες, η Loudivine Sagnier ποτέ δεν διάλεξε τον εύκολο δρόμο, επιλέγοντας μυστήριες ταινίες, που μπορεί να μην δοκίμαζαν πάντα τα ερμηνευτικά της όρια, είχαν όμως μια ανατροπή στην εικόνα τους για να τις κάνει αρκετά ενδιαφέρουσες.
Το αυτό συμβαίνει και με το Crime d’ Amour (2010), που ξεκινά σαν ανάλαφρη δραμεντί καταστάσεων με αρώματα σεξουλιάρικου ψυχοδράματος για τις εργασιακές ανισορροπίες που προκαλεί στον χαρακτήρα της Sagnier, η προϊσταμένη που ερμηνεύει με ανατριχιαστική διπολικότητα η Kristin Scott Thomas. Αδίστακτη στη διαδρομή της προς την κορυφή της επαγγελματικής επιτυχίας, η ψυχρή υπολογίστρια της Scott Thomas δεν διστάζει να πατήσει στο λαιμό της προστατευόμένης της, την ίδια ώρα πλέκοντας σαδιστικό ιστό ψυχολογικών και συναισθηματικών παιχνιδιών γύρω απ’ την υπάλληλό της, με σκοπό να τις δημιουργήσει αρκετές αναπηρίες ώστε να μπορεί να την εκμεταλλεύεται κατά το δοκούν, όπως φαίνεται να συνηθίζει με υφισταμένους και συνεργάτες.
Σε μια καμπή του χαρακτήρα της αντίστοιχη με αυτήν που έχει σκοπό να εκμεταλλευτεί κωμικά το επερχόμενο Horrible Bosses (2011), η οριακά ψυχωτική, αρχικά αφοσιωμένη και δια της προδοσίας αγανακτισμένη ηρωίδα της Sagnier, τρέπει τις ισορροπίες της ταινίας σε πιο σκοτεινά λημέρια, όταν αποφασίζει από γατούλα να γίνει τίγρης και να πάρει πίσω το αίμα που της ρουφούσε η αφεντικίνα της. Και κάπου εκεί, η τελευταία ταινία του Alain Corneau, που αποχώρησε από τα επίγεια τον Αύγουστο του ’10, μετατρέπεται σε μια αυτοσχέδια αναβίωση της κεντρικής θεματικής του εικονικού Beyond a Reasonable Doubt (1956) του Fritz Lang, όπου συγγραφέας αποφασίζει να φυλακισθεί για φόνο, με σκοπό να αποδείξει την ανεπάρκεια του δικαστικού συστήματος να στήσει καταδίκη πάνω στα περιστασιακά στοιχεία που ο ίδιος έχει αφήσει πίσω του.
Το απότομο πέρασμα στο δεύτερο αυτό κομμάτι της πλοκής, το διαδικαστικό του ξεδίπλωμα με τις τηλεοπτικού τύπου ευκολίες και η παράλληλη μεταφορά του κέντρου βάρους απ’ τις υπονοούμενες μέχρι εκεί ψυχοσεξουαλικές εντάσεις και την δίψα για την καταξίωση, στην κούφια επιβεβαίωση της εφευρετικότητας της θυμωμένης κι απατημένης γκόμενας, αδικούν τις δυνατότητες της ταινίας να βουτήξει στον ψυχισμό του τσαλακωμένου υπαλλήλου, όμως η Ludivine Sagnier, με τη σχεδόν βουβή ερμηνεία της, τη χρήση του προσώπου ως εκφραστικό καμβά και το στοιχειωτικό κενό του βλέμματός της, γεμίζει την οθόνη με την διακριτική επιβολή της ερμηνευτικής της κομψότητας, και κλέβει τα πρωτεία απ’ τους τεατράλε μανιερισμούς της Scott Thomas, δίνοντας στην ταινία το νοστιμότατο δέλεάρ της.