Ο Michael Bay ξεπερνά τον εαυτό του και επαναλαμβάνει τεχνικό επίτευγμα εφάμιλλο της πρώτης ταινίας, για να σου σερβίρει την απόλυτη και καλύτερη 3D εμπειρία που έχεις ζήσει ποτέ. Στις αίθουσες την Τετάρτη 29 Ιούνη.
Η πρώτη ταινία ήταν μια αποκάλυψη. Όχι μονάχα του μεγέθους των φιλοδοξιών ενός απ’ τους πιο φωνακλάδες σκηνοθέτες του σύγχρονου Hollywood, ή την ικανότητά του να τις υλοποιήσει, αλλά κυρίως για το τσαγανό του Michael Bay να πάρει ένα θολό όραμα που δεν ήταν ποτέ δικό του, και να μετατρέψει μια παιδική τηλεοπτική σειρά ξεφτισμένων κινουμένων σχεδίων εμπνευσμένη από παιχνίδια, σε ένα από τα επικερδέστερα franchise των κινηματογραφικών χρονικών μας, κάνοντας παράλληλα τον τίτλο του συνώνυμο με την απόλυτη δοκιμασία και επίδειξη των δυνατοτήτων που παρέχει η κινηματογραφική τεχνολογία να φέρει στην οθόνη με αποστομωτική ευκρίνεια το όραμα του σκηνοθέτη που υπηρετεί.
To follow-up, ήταν μια κάποια απογοήτευση, με το σενάριο να μετατρέπεται σε χωνευτήρι ατυχών και βιαστικών εμπνεύσεων, αλλά και υποχωρήσεων στις απαιτήσεις απ’ τον θεατή, που έσκαβαν το χώμα κάτω απ’ τα πόδια των μεταλλικών γιγάντων που είχε στήσει ο Bay δυο χρόνια πριν. Βαλμένος να καθίσει στις καρέκλες των κινηματογράφων τους κώλους του σύμπαντος ολόκληρου, απευθύνθηκε στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή, και νέρωσε την ιστορία του με ό,τι μπούρδα είχε περισσέψει στο ψυγείο των σεναριογράφων του, αφήνοντας όλη την προσοχή του στα γαμωτεράστια γιγαντορομπότ του, που τουλάχιστον στα τεχνικά δεν απογοήτευσαν, πηγαίνοντας την δουλειά των ψηφιακών ένα βήμα παραπέρα.
Σ’ ετούτο το κλείσιμο της (πρώτης;) τριλογίας, ο Bay όχι μονάχα επαναλαμβάνει τον άθλο της πρώτης ταινίας της σειράς, κάνοντας ν’ αξίζει τον κόπο όλο το κακό κάρμα που είχε μαζέψει με τις προηγούμενες δουλειές του, αλλά κάνει να αξίζει και τον πόνο, όλο αυτό το πρόχειρο, φτηνό, βιαστικό κι αχρείαστο τρισδιάστατο που σού έχει τριφτεί μέχρι σήμερα στη μάπα, φτιάχνοντας, πολύ απλά, την καλύτερη 3D ταινία που έχει γυριστεί ποτέ. Και αυτό το καταφέρνει, επίσης πολύ απλά, χωρίς να σου την τρίβει στη μάπα.
Με καθαρότητα στο βλέμμα κι υπομονή να μελετήσει πώς θα κάνει το τρισδιάστατο να ανεβάσει την αξία της ταινίας του, κι όχι του εισιτηρίου μονάχα, ο Bay πιάνει τις 3D κάμερές του με σοβαρότητα και κότσια. Τις βγάζει έξω απ’ την ασφάλεια του κλειστού στούντιο, τις σέρνει στην άσφαλτο, τις κοτσάρει σε κράνη αλεξιπτωτιστών, τις ρίχνει μέσα στις εκρήξεις του, και ανοίγει δρόμους τεχνολογικά για άλλη μια φορά, φουλάροντας το βάθος πεδίου του με ρεαλισμό --εικόνας, κι όχι καταστάσεων, προφανώς. Ραφινάρει την τεχνογνωσία της δεύτερης ταινίας και την προσαρμόζει στους ρυθμούς που χρειάζεται το μάτι να χορτάσει το πρώτο πανάρισμα πριν περάσει στο δεύτερο, και σού σερβίρει χορογραφίες δράσης τέτοιας ανεπανάληπτης ευκρίνειας κι ακρίβειας, που συναγωνίζονται το σαγονοκρέμασμά σου όταν τις έβλεπες για πρώτη φορά, εμπλουτισμένες με το να τις βλέπεις με καινούρια μάτια.
Τα μάτια είναι που είχε στο μυαλό του ο Bay όταν τσίταρε και τη φωτεινότητα στις κόπιες του για να μη σε ζαλίζουν τα σκοτάδια απ’ τα γυαλιά, κι έγραφε τις διαβόητες πια επιστολές του στους ανά τις ΗΠΑ προβολατζήδες να μη λυπηθούν τις λάμπες στις μηχανές τους. Γιατί αν κάτι έχει αποδείξει ο Bay στην θορυβώδη καριέρα του, είναι πως ξέρει τη γλώσσα της εικόνας, ή, έστω, τη διάλεκτο που είχε διαλέξει να μιλάει: αυστηρά μετρημένα σε διάρκεια και σύνθεση κάδρα, εναλλάσσονται σε ρυθμό μετρονόμου σε κόκα, όσο από πίσω η ηχητική μπάντα βαράει κόκκινα έξαρσης που υπογραμμίζει με φωσφοριζέ διακριτικότητα τα δραματικά ανεβοκατεβάσματα που παρεμβάλλονται στις τρισδιάστατες βουτιές του στο κενό, έτσι για να θυμάσαι ότι πίσω απ’ τις σπίθες του εκρηκτικού του υπερθεάματος, υπάρχει κι ένας κάποιος ανθρώπινος πυρήνας.
Που προσχηματικότερος κι απ’ τις δυο προηγούμενες ταινίες, μπορείς να πεις ότι συνοψίζεται ιδανικότερα στο ερμηνευτικό εύρος της Rosie Huntington-Whiteley: μικρότερο κι από χαλασμένης τοστιέρας. Οι καλοσχηματισμένες της καμπύλες μπορεί να αντανακλούν υπέροχα τις σκιές που χρειάζονται οι κορσέδες της Victoria’s Secret για να αναδειχθούν τα σκοτάδια των υποσχέσεών τους, και κάπως έτσι άλλωστε τη μεταχειρίζεται κι ο Bay στα porno chic διαλείμματα του, όμως το ψυχρό και άψυχο παρουσιαστικό της τονίζει μονάχα την αντίθεση και την έλλειψη της αχνιστής σαρκικής αναστάτωσης που σου προκαλεί η Megan Fox μ’ ένα βλέμμα της μόνο. Και κάπου εκεί μπορεί να οφείλεται κι η μονότονη υστερική παρουσία του Shia LaBeouf, ή στο ότι ο άνθρωπος έχει βαρεθεί απλώς να μιλάει σε αόρατες διώροφες παρουσίες όταν παίζει τις σκηνές του.
Αλλά περισσότερο από ποτέ η ανθρώπινη παρουσία απουσιάζει απ’ την ταινία του Bay, που αφήνει τα all-American κομάντα του να γεμίσουν τα κενά της οθόνης ανάμεσα στους γιγάντιους μεταλλικούς του ήρωες, τους οποίους όμως ήρθες στην αίθουσα να δεις έτσι κι αλλιώς, εκτός κι αν κάποιος σου πούλησε εισιτήριο για Bergman, οπότε μάλλον την πάτησες, για τρίτη φορά.
*στείλε τα ρομποτάκια σου στον υπογράφοντα στο masterotheuniverse@gmail.com