Σε ένα από τα πιο πλούσια σε προσφορά θεάματος και blockbuster ελληνικά καλοκαίρια των τελευταίων ετών, η απόλυτη ταινία του θέρους, δεν είναι καμία από αυτές που περιμένετε, αλλά ένα βίαιο και συναρπαστικό νεονουάρ από την Αυστραλία. Στις αίθουσες την Πέμπτη 30 Ιούνη.
Έσκισε στο Sundance, συνδυάζοντας ρεαλιστική τραχύτητα και οπερατικό, ‘εγκληματικό’ μεγαλείο. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του David Michôd, είναι ό,τι πιο κοντά στην εκκίνηση ενός κάποιου κύριου Scorsese και τους Κακόφημους Δρόμους (1973) του, και μια τεράστια κινηματογραφική υπόσχεση για το μέλλον. To καλύτερο κινηματογραφικό αντίδοτο, για όποιον προσπαθεί να εξασκήσει τα σινεφιλικά εκκλησιαστικά του καθήκοντα, αναγκασμένος να ψωνίσει ανάμεσα σε τριτοκλασάτες ζαχαρωμένες κομεντί της συμφοράς, προεφηβικά φασαριόζικα 3D υπερηρωικών κατορθωμάτων και επανεκδόσεις της εμμηνόπαυσης.
Μια στακάτη, σαρωτική γκανγκστερική πρόταση, με ψυχή και κοχόνες, που τα χώνει αδιάκριτα στο στόμα του σαρκοφάγου κτήνους που ονομάζεται οικογένεια και βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία: Οικογένεια μαφιόζων στη Μελβούρνη, υπό τη μητριαρχική διοίκηση και την στα όρια της αιμομιξίας φονική αγάπη της γιαγιάς, παίρνει στην αιματοβαμμένα στοργική της αγκάλη 17χρονο, τον οποίο η μητέρα προσπάθησε να κρατήσει μακριά από την αγέλη των λύκων της φαμελιάς της, πριν πεθάνει από ηρωίνη. Κέρβερος πάνω από τα τρία της πρωτοπαλήκαρα (και θείους του πιτσιρικά), η γιαγιά διευθύνει με τη χαριτωμενιά της προαστειακής κιτσερέλα, μια επιχείρηση ληστειών και πώλησης ναρκωτικών, στη διατροφική αλυσίδα της οποίας ο έφηβος, πολύ γρήγορα θα χρειαστεί να διεκδικήσει τη θέση του. Ειδικά από τη στιγμή που ανάμεσα στην οικογένεια και την αστυνομία θα ξεσπάσει ένας χωρίς κανόνες πόλεμος, η συμπεριφορά κάποιων από τα μέλη της οικογένειας του θα αγγίξει τα όρια της ψυχοπάθειας, και μέσα στο κάδρο θα μπουν ως καταλύτες το κορίτσι του κι ένας ντετέκτιβ που θα προσπαθήσει να πάρει τον νεοσύλλεκτο με το μέρος του.
Η παραπάνω ιστορία, παρά τη δυναμική της και το κινηματογραφικό της ενδιαφέρον, στα χέρια οποιουδήποτε άλλου θα μπορούσε στη χειρότερη περίπτωση να φιλμαριστεί σαν ηθικολογικό μπούμερανγκ βαρετής τηλεορασάδας και στην καλύτερη, σαν σβουριχτό μπούκωμα πιστολιάδας και ντεπασέ θριλερικής σύμβασης. Κάτω όμως από την εκτός ορίων, και εν τέλει δικαιολογημένη από το ταλέντο του και το χειρισμό του, φιλοδοξία του σκηνοθέτη, μετατρέπεται σε ένα καμβά αποτελούμενο από ψηφίδες στρακαστρούκας που φλέγονται σαν σκυταλοδρομία η μία μετά την άλλη, οδηγώντας το σύνολο σε μια εκθαμβωτική έκρηξη. Η ανθρωπολογική παρατήρηση περνάει τη φωτιά στην urban pop ρετρολογία, που με τη σειρά της ανάβει τον κατάμαυρο σαρκασμό για να ενεργοποιηθεί στη συνέχεια το θριλερικό σασπένς της γκαγκστερικής saga, που θα λαμπαδιάσει το αρχαιοελληνικό σχεδόν δράμα το οποίο όπως πολύ πετυχημένα, σημείωσε ο κριτικός της Daily Delegraph, «θα έγραφε ο Αισχύλος, αν ο οίκος των Ατρειδών λάτρευε τα μπάρμπεκιου».
Οδοστρωτήρας βραβείων τόσο στην απονομή της Αυστραλέζικης Ακαδημίας Κινηματογράφου από τα οποία έφυγε κερδίζοντας τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, μοντάζ, μουσικής, Α’ γυναικείου ρόλου (για την Jacki Weaver, υποψήφια και στα φετινά Όσκαρ), Α’ αντρικού και Β’ αντρικού ρόλου, όσο και στο φεστιβάλ του Sundance, όπου τιμήθηκε με το μέγα βραβείο της κριτικής επιτροπής.
*στείλε το πιστόλι σου στον υπογράφοντα στο terra_gelida@hotmail.com