Ενα βιβλίο που έγραψε ο καθηγητής του Παντείου Θανάσης Διαμαντόπουλος και κυκλοφορεί αύριο αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της χώρας και κυρίως άγνωστες στιγμές του επίτιμου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Το βιβλίο με τίτλο «Το πορτρέτο ενός ηγέτη. Από την ιστορία του Μητσοτάκη στον Μητσοτάκη της Ιστορίας» σκιαγραφεί προσωπικότητες που διαμόρφωσαν την Ιστορία.
Πώς θα μπορούσε, για παράδειγμα, όπως γράφει η εφημερίδα «Καθημερινή» να αξιολογηθεί η διορατικότητα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Διείδε τα μεγάλα -έκρουε διαρκώς τον κώδωνα του κινδύνου για τη χρεοκοπία της χώρας–, αλλά ήταν τυφλός στα μικρά.
Δύο ιστορίες που αποκαλύπτει ο κ. Διαμαντόπουλος φωτίζουν μια αξιομνημόνευτη έλλειψη προβλεπτικότητας: «...Ρώτησα, λοιπόν, τον Κώστα Μητσοτάκη: "Ποιος εκτιμάτε, κύριε πρόεδρε, ότι θα είναι ο βασικός εσωκομματικός αντίπαλος της Ντόρας για την ηγεσία, μόλις ξεκινήσει η κούρσα της διαδοχής;". Ο τρόπος που με κοίταξε με έκανε να σκεφθώ ότι θεώρησε την ερώτηση σχεδόν προσβλητική. Πάντως και αυτή η απάντησή του, που αναπαράγω επί λέξει, υπήρξε άκρως μητσοτακική: "Μα δεν πρόκειται να υπάρξει αντίπαλος, είναι αδιανόητο να υπάρξει αντίπαλος, δεν μπορώ να φανταστώ οποιονδήποτε άλλον αρχηγό, ούτε καν άλλον διεκδικητή της αρχηγίας. Η δυναμική της θα είναι, ήδη είναι, τέτοια που κανένας δεν θα τολμήσει να της αντιπαρατεθεί"!...»
«Και τώρα ας πάμε μερικές δεκαετίες πίσω», συνεχίζει ο κ. Διαμαντόπουλος, «για ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα της (εκ)τυφλωτικής θα έλεγα υπεραισιοδοξίας του Κρητικού πολιτικού. Ηταν η περίοδος της δημοσκοπικής προεξόφλησης της πρωτιάς του στις εκλογές του 1989. Ας παρακάμψω τις δημόσιες δηλώσεις του, την εποχή εκείνη, υπέρ της "απλής-απλουστάτης-ολοσχερούς" αναλογικής, για την οποία έλεγε ότι δεν θα εμπόδιζε την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία της Ν.Δ., και ας έρθω σε μια προσωπική του εκμυστήρευση: "Θανάση μου", μου είχε πει τις παραμονές των πρώτων εκλογών του 1989 και της συγκρότησης της κυβέρνησης Τζαννετάκη, "είναι πολύ απλό για έναν πρωθυπουργό να ελέγχει απόλυτα το υπουργικό του συμβούλιο. Πρέπει μόνο να ελέγχει δύο βασικά υπουργεία, το Οικονομικών και το Εξωτερικών. Παίρνεις λοιπόν νέους, απόλυτα έμπιστους πολιτικούς, τους προωθείς, τους τοποθετείς στα δύο αυτά νευραλγικά πόστα και έχεις το κεφάλι σου ήσυχο για πλήρη έλεγχο της κυβέρνησής σου".
»Να θυμίσω, απλώς, ότι και στα δύο υπουργεία ως επικεφαλής τοποθέτησε, προφανώς "για να έχει το κεφάλι του ήσυχο" και να κυριαρχεί πλήρως στην κυβέρνησή του, τον νεαρό τότε Αντώνη Σαμαρά, με καθολική υπέρβαση, μάλιστα, της κυβερνητικής και πολιτικής cursus honorum, αφού ο τριανταοκτάχρονος Μεσσήνιος έως τότε δεν διέθετε καμία κυβερνητική εμπειρία, μη έχοντας διατελέσει ούτε επικεφαλής μικρότερης βαρύτητας υπουργείου ούτε καν υφυπουργός...».
Στην τρέχουσα ιστορία, ο κ. Κ. Μητσοτάκης χαρακτηρίζεται ως «αντιΑνδρέας», και αυτό επειδή το βαθύ κόμμα της Ν.Δ. τον εξέλεξε, το 1985, αρχηγό για να αντιμετωπίσει στα ίσα τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Ομως, όπως θυμάται ο κ. Διαμαντόπουλος από τις πολλές και μακρές συζητήσεις που είχε, «ο Μητσοτάκης ουδέποτε έκανε στις κουβέντες μας ακραία απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Ούτε καν σε ανταπόδοση του χαρακτηρισμού του ως "Εφιάλτη"». Απλώς «χαρακτήριζε τον Ανδρέα "μετεωρίτη" ή "αερόλιθο", για την απότομη είσοδό του κατά τη δεκαετία του 1960 στα πολιτικά πράγματα της χώρας».
Η εξήγηση, κατά τον συγγραφέα του βιβλίου, είναι απλή. Ο Μητσοτάκης ήταν περισσότερο αντικαραμανλικός από αντιπαπανδρεϊκός. «Ο Μητσοτάκης αναζητούσε πάντα έναν ιστορικό αντίπαλο του διαμετρήματός του. Δεν θα μπορούσαν πολλοί να είναι άξιοι για έναν τέτοιο ρόλο. Ακόμη και τον Αντρέα Παπανδρέου τον θεωρούσε ανεπαρκή: τυχάρπαστο, απλό μετεωρίτη στην ελληνική πολιτική ζωή, χωρίς τη στόφα του statesman. Μόνον λοιπόν ο ιδρυτής της ΕΡΕ και της Νέας Δημοκρατίας είχε, στα μάτια του μετέπειτα ηγέτη της τελευταίας, τις προδιαγραφές, την οντότητα, την πολιτική υπόσταση, τη στόφα και το βεληνεκές να συγκριθεί μαζί του (σε μια σχέση, βέβαια, συγκαλυμμένης, συχνότερα όμως απροκάλυπτης, αντιπαλότητας)...
»Σε μια από τις πρώτες συναντήσεις μας το 1988, και ενώ καμία από τις ερωτήσεις μου δεν αναφερόταν στον "Εθνάρχη", άρχισε ξαφνικά να μου λέει: Ο Καραμανλής ήταν ένας "νοικοκύρης" που, προκειμένου να κάνει την οποιαδήποτε μικρή δημόσια δαπάνη, τη μετρούσε από δω, τη ζύγιζε από κει, την αποφάσιζε με τα χίλια ζόρια.
»Εγώ, άλλο πράμα. Είκοσι τέσσερις ώρες στο υπουργείο Οικονομικών, το 1963, μου έφτασαν να αντιληφθώ ότι υπήρχαν περιθώρια παροχών. Εδωσα στους δημόσιους υπάλληλους, έδωσα στους δικαστές, πήρα αμέσως αεροπλάνο στον βασιλιά, που ο Καραμανλής τον είχε βασανίσει με το θέμα"...
»Τη στιγμή που πρόφερε τη λέξη "νοικοκύρης" αισθάνθηκα πως τη χρησιμοποιούσε ως συνώνυμη του γειωμένου, του στερημένου οράματος, του ανίκανου να ίπταται στις στρατόσφαιρες της υψηλής πολιτικής. Θεωρώ, δε, πως μόνο η αστική του ευπρέπεια τον εμπόδισε να χρησιμοποιήσει τον όρο "νοικοκυράκος"...
»Η φράση του προέδρου, για παράδειγμα, σε μια από τις πολυάριθμες συνεντεύξεις που μου είχε δώσει το 1988-1989 ενόψει της συγγραφής της βιογραφίας του, "εγώ δεν πρόκειται να ταλαιπωρώ τον ελληνικό λαό σε βαθύ, σε έσχατο γήρας", προσωπικά δεν έχω καμία αμφιβολία σε ποιον αναφερόταν και εναντίον ποιου στρεφόταν...».