Η πολιτική, όπως την ξέραμε στην Ελλάδα, άρχισε να πεθαίνει όταν η γενιά της αγανάκτησης βγήκε στους δρόμους.
Όταν τα μάρμαρα της πλατείας Συντάγματος πρωτοσείστηκαν από την βουή ενός μαζικού θυμού. Τότε ήταν που πήρε να κλείνει το κεφάλαιο της Μεταπολίτευσης. Όχι χθες το βράδυ, όπως άκουσα πολλούς να λένε. Χθες το βράδυ, απλά επισφραγίστηκε το τέλος αυτού του κεφαλαίου. Η φωνή που δόθηκε στον ελληνικό λαό, όπως κι αν δόθηκε, όσες ενστάσεις μπορεί έχει ο καθένας, έγινε ένα τραγούδι πάνω στα ερείπια μιας χώρας. Ένας επικήδειος για τους βολεμένους της πολιτικής, τους ανάλγητους της πολιτικής, τα άψυχα κόμματα που πήραν τις ιδέες μας και τις μετέτρεψαν σε φέι-βολάν, τις διεφθαρμένες εξουσίες, τους κλέφτες που δεν τιμωρήθηκαν, τους πρωταγωνιστές των σκανδάλων, όλα όσα μετέτρεψαν αυτή την ωραία χώρα σε κοιτίδα της μπίζνας και της λαμογιάς. Ήταν μια απάντηση σε ένα σκηνικό δεκαετιών, όπου η σαπίλα αποτελούσε το αντίτιμο μιας ουτοπικής ευδαιμονίας. Και δεν γεννήθηκε χθες. Ήταν αναμενόμενη εδώ και τρία χρόνια. Αναδύθηκε στον αέρα τούτου του τόπου, όταν πρωτοβγήκε στους δρόμους ο κόσμος, υποχρεώνοντας τους υπαλλήλους της Βουλής να κρατούν κλειστά τα παράθυρα του κτιρίου. Χθες απλά επικυρώθηκε. Άλλος είπε όχι στην φτώχεια, άλλος στην λιτότητα, άλλος σε αντιπαθητικές φιγούρες τύπου Σουλτς, άλλος στην αφαίμαξη που έχει βιώσει. Κανείς δεν είπε όχι στην Ευρώπη ως πλαίσιο.
Όλοι όμως, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, ύψωσαν μια φωνή ενάντια σε ένα μοτίβο: αυτό που θέλει τους Έλληνες να πληρώνουν κάθε χρόνο και περισσότερα στον βωμό μιας θυσίας που δεν έχει φέρει ΚΑΝΕΝΑ αποτέλεσμα. Οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζω έχουν κοιτάξει τον εαυτό τους στον καθρέφτη και έχουν αναρωτηθεί εάν είναι ηλίθιοι. Το έχω πράξει κι εγώ. Όχι επειδή η χώρα μας χρωστάει, όχι επειδή η χώρα μας πρέπει σώνει και καλά να γλιτώσει υποχρεώσεις που η ίδια έχει δημιουργήσει από τις συσσωρευμένες αναλγησίες της. Αλλά επειδή τον λογαριασμό κληθήκαμε να τον πληρώσουμε εμείς, ο λαός, με την υπόσχεση ότι κάποια στιγμή σύντομα θα βρεθεί ο τρόπος να ορθοποδήσουμε. Τα χρόνια πέρασαν και το μόνο που έμεινε είναι ένας λογαριασμός που διαρκώς αυξάνεται στην πλάτη μας, χωρίς οι ηγέτες της τελευταίας πενταετίας να μας προσφέρουν την παραμικρή αίσθηση σιγουριάς πως οι θυσίες μας έχουν κάποιο αντίκρισμα. Εκεί είναι που σήκωσε τα χέρια ψηλά ο Έλληνας. Όχι επειδή ξάφνου θέλησε την δραχμή ή την αποκοπή από τον ευρωπαϊκό ιστό. Απλά μπούχτισε. Έχεις από την μία ένα ανίκανο πολιτικό σύστημα που όλη του την ενέργεια την ξοδεύει σε μια ανούσια αυτοαναφορικότητα και εσωστρέφεια, που από το 2010 δεν μπόρεσε να εμπνευστεί έναν ουσιαστικό ορίζοντα, που εδραίωσε την πληγή και την άφησε να πιάσει κόκκαλο. Και έχεις από την άλλη, την άποψη που κυκλοφορεί διεθνώς για σένα, ότι είσαι τεμπέλης, αχάριστος, κακομαθημένος, ενώ η πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς έτσι, μπορεί να μην γεννήθηκες τόσο πειθαρχημένος όσο ο κεντρο-ευρωπαίος αλλά δουλεύεις κι εσύ σκληρά, ή τουλάχιστον δούλευες τόσα χρόνια πριν χάσεις την δουλειά σου, και την ίδια ώρα πληρώνεις με το αίμα σου την φορο-καταιγίδα που σου έχει επιβληθεί, ένα αίμα που κυλάει άσκοπα διότι δεν έχει αντίκρισμα η συμβολή σου. Οπότε, το Όχι ήρθε να εκχυλίσει όλες τις θυσίες που δεν έφεραν αποτέλεσμα. Και τιμωρεί ένα ολόκληρο καθεστώς απολιθωμένο, φθαρμένο, που δεν κατάλαβε ποτέ στην διάρκεια αυτών των τριών τελευταίων ετών ότι έχει φτουρήσει. Πώς θα μπορούσε μια σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος να αποδεχτεί ότι στα τέλη του Γενάρη διάλεξε έναν δρόμο που δεν υπήρχε;
«Το δράμα του καιρού μας», είχε σημειώσει κάποτε ο αμερικανός ποιητής Ρόμπερτ Ντάνκαν –μάλλον άγνωστος στους Έλληνες–, «είναι ότι όλοι οι άνθρωποι συγκλίνουν σε μια κοινή μοίρα». Όμως η απόσταση ανάμεσα στο δράμα και στην δικαίωση –το αποδεικνύουν και τα δημοψηφίσματα– είναι πολύ μικρή. Πολιτικά, ο Αλέξης Τσίπρας έχει καταφέρει να δώσει μια επανεκκίνηση στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Επί των ημερών της ανόδου του, και αργότερα επί πρωθυπουργίας του, βγήκαν από το παιχνίδι ηγέτες που στην συνείδηση της σημερινής πλειοψηφίας ταυτίστηκαν με την εποχή της φθοράς και του εφησυχασμού.
Στις αρχές αυτής της δεκαετίας η σκακιέρα περιλάμβανε Σαμαρά, Βενιζέλο, Κουβέλη, Παπαρήγα, Καρατζαφέρη. Ένας-ένας αποσύρθηκαν, με κορυφαίο σημειολογικό παράδειγμα την παραίτηση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας χθες το βράδυ. Ακόμη κι εκείνοι που δεν τρέφουν πολλές ελπίδες στον σημερινό πρωθυπουργό, δεν μπορούν να αρνηθούν ότι χάρη στον αέρα ανανέωσης που αυτός σήκωσε, όλοι οι κομματικοί μηχανισμοί βρίσκονται αντιμέτωποι με τις απαιτήσεις μιας νέας εποχής. Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που αφορά την πολιτική και τον τρόπο που θα αναγεννηθεί από τις στάχτες της, είναι κάτι που τον κόσμο τον αφορά μακροπρόθεσμα. Εκείνο που αφορά τον κόσμο σήμερα είναι η ενδυνάμωση που έχει επιτύχει ο κος Τσίπρας τόσο στο πολιτικό σκηνικό, όσο και στο κόμμα του, μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, να λειτουργήσει και προς το εξωτερικό. Η παραίτηση Βαρουφάκη σήμερα το πρωί είναι ίσως ένα πρώτο σημάδι. Όμως όλα θα κριθούν στο αποτέλεσμα. Είναι συγκινητικό που βλέπεις έναν σαραντάρη να βγάζει έρπη στο στόμα από το άγχος του και λίγες ώρες αργότερα να γίνεται ξανά ένα φως ελπίδας για τις μάζες που κουράστηκαν να χειραγωγούνται από τις απολιθωμένες φιγούρες του παρελθόντος. Μα η συγκίνηση εξατμίζεται γρήγορα όταν δεν συνοδεύεται από γόνιμη και ουσιαστική αισιοδοξία. Σε ένα μυθιστόρημα του δεκάτου ογδόου αιώνα, ονόματι «Ο μοναχός Γιόχαν», ο συγγραφέας Νόελ Πάρσιβαλ περιγράφει μια σκηνή όπου ένα παιδί ρωτάει τον ήρωα τι απογίνονται οι άνθρωποι που επί χρόνια βάλλονται από παντού. Και ο μοναχός Γιόχαν του απαντάει: «Πετρώνουν. Γίνονται πέτρα».