"Να δεις που ούτε αυτό θα έχει, Ορέστη..."
"Θα έχει..."
"Πού το ξέρεις;"
"Να, η κοπέλα έβγαλε. Τρεις μείνανε, και μετά η σειρά μας".
"Μπορεί να έχουν τελειώσει μέχρι τότε".
"Δεν μπορεί να είμαστε τόσο άτυχοι. Ποιο είπες ότι είναι το πιν;"
"Τα γενέθλιά σου και η γιορτή μου. Όλο ξεχνάς τελευταία, το ξέρεις;"
"Μμμ"
"Ορέστη;"
"Τι;"
"Πόσα θα βγάλουμε;"
"Όσα μπορούμε. Ολόκληρη".
"Η δική σου σύνταξη πότε μπαίνει;"
"Την Δευτέρα. Αν μπει".
"Γιατί να μην μπει;"
"Οι τράπεζες θα είναι κλειστές. Έτσι είπε ο κύριος εκεί".
"Θεέ μου..."
"Κουτσαίνεις;"
"Ορέστη, φοβάμαι".
"Σε έπιασε πάλι ο γοφός σου από φόβο;"
"Ώρα που βρίσκεις να αστειευτείς. Όχι, πονάω λόγω υγρασίας. Το ότι φοβάμαι είναι άσχετο με τον γοφό μου".
"Μην φοβάσαι. Αλλά θυμήσου αύριο να πάρεις τον γιατρό. Μήνες το αναβάλλεις. Πρέπει να πας να τον δεις κάποια στιγμή".
"Ίσως καλύτερα να περιμένω να μπει πρώτα και η δική σου σύνταξη και να τον πάρω μετά. Ή ίσως να περιμένω πρώτα να γίνει το δημοψήφισμα, να δούμε τι θα ξημερώσει από Δευτέρα και..."
"Ποιο είπες ότι είναι το πιν; Η γιορτή μου και τα γενέθλιά σου;"
"Το αντίθετο, και μην μιλάς τόσο δυνατά, θα..."
"Σταμάτα μην κάνω κανένα λάθος".
"Έχει λεφτά;"
"Περίμενε..."
"Έχει λεφτά, Ορέστη;"
"Περίμενε... Έχει. Ναι, έχει. Να, βγαίνουν".
"Δόξα τω θεώ.... Τα βγάζεις όλα;"
"Όλα".
"Εντάξει. Πρόσεχε το πορτοφόλι σου. Βάλτο στην μπροστινή τσέπη".
"Μα στην μπροστινή τσέπη με ενοχλεί, Μαρία".
"Άντεξε μέχρι να φτάσουμε σπίτι..."
"Καλώς".
"Είχες δίκιο. Ίσως έπρεπε να είχαμε πάρει το αυτοκίνητο. Φοβάμαι με τόσα χρήματα πάνω μας".
"Περπάτα τώρα. Δέκα λεπτά δρόμος είναι".
"Ναι, αλλά έχει νυχτώσει. Και κοίτα τους όλους. Δες..."
"Τι να δω;"
"Όλοι φαίνονται τόσο.... Δεν ξέρω... Κοίτα τα πρόσωπά τους, Ορέστη".
"Επί σαράντα χρόνια, κάθε βράδυ γυρνούσα τέτοια ώρα από αυτόν ακριβώς τον δρόμο, και δεν μου συνέβη τίποτε απολύτως, Μαρία. Κάθε βράδυ. Τέτοια ώρα".
"Ναι, αλλά τώρα έχουμε όλα μας τα λεφτά πάνω μας, Ορέστη. Όλα τα λεφτά του μήνα. Τι θα απογίνουμε εάν κάποιος έρθει και μας πει να..."
"Κανείς δεν θα έρθει να μας πει τίποτε. Τρεις γωνιές και φτάσαμε σπίτι".
"Πώς μπορείς και είσαι τόσο ψύχραιμος; Πώς και δεν φοβάσαι καθόλου;"
"Περπάτα, σου λέω".
"Αχ, πόσο ωραία μυρίζουν οι κληματαριές της πλατείας. Θυμάσαι όταν το παιδί ήταν μικρό; Κάθε βράδυ, τέτοιον καιρό, κατεβαίναμε εδώ. Θυμάσαι, Ορέστη;"
"Θυμάμαι".
"Πρώτη φορά την βλέπω έρημη, Ιούνη μήνα".
"Ίσως απόψε νύσταξαν νωρίς".
"Ή ίσως τρόμαξαν κι αυτοί, Ορέστη. Αποκλείεται να έχουν τρομάξει και να κλείστηκαν σπίτια τους;"
"Μάλλον νύσταξαν, Μαρία. Κανείς δεν έχει τρομάξει".
"Πώς μπορείς και είσαι τόσο αισιόδοξος τέτοιες ώρες;"
"Έλα, φτάνουμε".
"Βγάλε το κλειδί να το έχουμε εύκαιρο, να μην καθυστερήσουμε στο ξεκλείδωμα της πόρτας".
"Εντάξει".
"Γιατί περπατάς σαν συγκαμένος;"
"Το πορτοφόλι στην μπροστινή τσέπη φταίει".
"Ποιος είναι αυτός;"
"Ο νεαρός απ' τον πρώτο".
"Και τι κάνει στην γωνία του δρόμου;"
"Προφανώς θα περιμένει κάποιον. Λοιπόν, εδώ είμαστε..."
"Ορέστη;"
"Ναι;"
"Δεν ξέρεις πώς να βάλεις το κλειδί;"
"Μα τι λες, μωρέ;"
"Τα χέρια σου τρέμουν".
"Αχ, Μαρία, μπορείς να σταματήσεις για ένα λεπτό;"
"Ωραία, σταματάω..."
"Ιδού, λοιπόν. Περάστε, κυρία μου".
"Κλείδωσε γρήγορα".
"Ό,τι πείτε..."
"Τυχεροί είμαστε, το ασανσέρ είναι δω..."
"Ας ανεβούμε".
"Θα σου ζεστάνω τα μακαρόνια".
"Όχι, όχι, δεν πεινάω. Ίσως καθαρίσω λίγο πεπόνι".
"Σίγουρα;"
"Δεν πεινάω, Μαρία. Ο γοφός σου πώς είναι;"
"Καλύτερα".
"Καλύτερα; Μα όταν φτάναμε, κούτσαινες πιο έντονα".
"Εντάξει είμαι, Ορέστη".
"Δεν μου αρέσει να πονάς και να μου λες ότι είσαι εντάξει. Αύριο να τηλεφωνήσεις του γιατρού".
"Κάτσε να ανοίξουν οι τράπεζες και να γίνει το δημοψήφισμα..."
"Οι τράπεζες θα ανοίξουν πιθανότατα μετά το δημοψήφισμα".
"Κάτσε να δούμε τι θα ξημερώσει τότε, και μετά... Απορώ πώς σε απασχολεί ο γοφός μου τέτοιες ώρες..."
"Άνοιξε το φως του διαδρόμου".
"Κι εσύ άνοιξε γρήγορα..."
"Να 'μαστε λοιπόν".
"Ουφ, σπίτι μας σπιτάκι μας".
"Πού θα τα βάλουμε, Μαρία;"
"Κάτω από το στρώμα;"
"Κάτω από το στρώμα είναι το πρώτο σημείο που ψάχνουν οι κλέφτες όταν μπαίνουν σε ένα σπίτι".
"Έχουμε ξανακρύψει χρήματα κάτω από το στρώμα".
"Όχι όμως εξακόσια ευρώ που μπορεί να είναι τα τελευταία μας για πολύ καιρό".
"Μμμμ"
"Ίσως δεν χρειάζεται να τα κρύψουμε".
"Τι εννοείς;"
"Εννοώ ότι μπορούμε να τα τοποθετήσουμε σε ένα συρτάρι και να τα κρατήσουμε εκεί".
"Τρελάθηκες, Ορέστη; Έτσι και μπει κανείς στο σπίτι, θα πάρει σβάρνα συρτάρια, ράφια και θήκες. Είναι το δεύτερο πράγμα που θα κάνει μετά το ψάξιμο κάτω απ' το στρώμα".
"Δεν θα μπει κανείς στο σπίτι μας, Μαρία".
"Πώς το ξέρεις;"
"Άκου με. Δεν θα μπει κανείς στο σπίτι μας. Θα τα βάλω στο δεύτερο συρτάρι του γραφείου. Εκεί που έχω φυλαγμένα τα γραμματόσημά μου".
"Μα ούτε που το κλειδώνεις αυτό το συρτάρι".
"Δεν πειράζει. Θα τα βάλω εκεί".
"Ορέστη..."
"Μην φοβάσαι".
"Δεν καταλαβαίνω τι κάνει εσένα και δεν φοβάσαι".
"Πήγαινε να αλλάξεις".
"Θέλω να πάρω τηλέφωνο το παιδί".
"Τέτοια ώρα;"
"Τέτοια ώρα, Ορέστη. Τέτοια ώρα".
"Γιατί θες να το πάρεις;"
"Δεν ξέρω... Δεν αισθάνομαι πολύ καλά σήμερα. Όλα αυτά... Οι άνθρωποι... Εκεί, στις ουρές, που τους έβλεπα... Δεν ξέρω..."
"Μαρία;"
"Ο φόβος... Τα πρόσωπά τους... Σαν να... Πολύ σκοτάδι. Αχ, τι μας βρήκε, Ορέστη... Πώς την κατάντησαν έτσι αυτή την χώρα... Πώς μάς κατάντησαν έτσι, να φοβόμαστε και να περπατάμε τρομαγμένοι και να μην ξέρουμε τι θα ξημερώσει αύριο... Πώς άλλαξαν όλα χωρίς να το καταλάβουμε καλά-καλά; Και πού φταίξαμε εμείς; Εσύ, εγώ... Δουλεύαμε σαν τα σκυλιά όλη μας την ζωή... Τυπικοί πάντα στις υποχρεώσεις μας. Μετρημένοι. Θέλω να πω, γιατί..."
"Έλα, καλή μου, μην κλαίς".
"Άραγε θα το πληρώσουν το παιδί; Γιατί αν δεν το πληρώσουν, καλά θα κάνεις να του δώσεις τα μισά από αυτά τα χρήματα για το ενοίκιό του..."
"Ησύχασε. Όλα θα πάνε καλά".
"Φοβάμαι... Φοβάμαι πολύ"
"Μην φοβάσαι".
"Πώς και δεν φοβάσαι εσύ;"
"...."
"Όλη μέρα σήμερα σε ρωτάω πώς και δεν φοβάσαι, και δεν μου απαντάς. Πρέπει να σε παρακαλέσω για να μου απαντήσεις; Πώς και δεν φοβάσαι, Ορέστη; Τι σε κάνει να είσαι τόσο ψύχραιμος τέτοιες ώρες;"
"..."
"Η Ελλάδα πεθαίνει, όλα γκρεμίζονται, ο κόσμος εκεί έξω μοιάζει τρομαγμένος και απελπισμένος, και εσύ στέκεσαι με το ηλίθιο το χαμόγελό σου και με κοιτάς σαν να είναι μια συνηθισμένη μέρα, σαν να μην έχει συμβεί τίποτε απολύτως... Τι σε κάνει να μην φοβάσαι;"
"Εσύ. Δεν φοβάμαι επειδή έχω εσένα".