Ζούμε μέρες από άμμο και ομίχλη. Η Μέρκελ, το χρέος, ο Ντράγκι, η επιστροφή στη δραχμή.
Μια χώρα βυθισμένη στην αχλή του τρόμου. Ένα διαρκές ράπισμα αγωνίας. Όχι πολύ παλιότερα, στις αρχές κάθε καλοκαιριού, οι οκτώ στους δέκα προγραμμάτιζαν τις διακοπές τους, σκέφτονταν ποια βιβλία θα διαβάσουν, έφτιαχναν ανέμελες παρέες και χιμούσαν προς την φυγή. Τώρα, η ιδέα της φυγής μοιάζει για τις περισσότερες οικογένειες πολυτέλεια. Οι οκτώ στους δέκα κλείνουν κάθε βράδυ τα φώτα του σπιτιού τους με έναν υπόκωφο στεναγμό ανακούφισης. Είμαστε ακόμη εδώ. Αντέχουμε. Έπειτα ακουμπούν το κεφάλι τους στο μαξιλάρι, προσπαθώντας να μην σκέφτονται. Το να μην ξέρεις τι έπεται, είναι πολύ πιο βασανιστικό απ' το να ξέρεις ότι έπεται το χειρότερο. Μια μικρή σταγόνα λήθης, σαν λάβδανο, είναι ίσως το καλύτερο δώρο που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου, καθώς η μέρα τελειώνει.
Ένα άλλο ωραίο δώρο είναι να κοιτάς σιωπηλός. Να στρέφεις το βλέμμα τριγύρω, όχι στα μέρη που παράγουν ακατάσχετη φλυαρία και ανούσιο θόρυβο, αλλά σε κάποια αθέατα σημεία, που δεν φαίνονται ίσως με την πρώτη ματιά -επειδή σε απασχολούν σοβαρά ζητήματα και σιγά μην καθίσεις να παρατηρείς άσχετες εικόνες. Ναι, κάτι τέτοιο μπορεί και να το αισθανθείς σαν δώρο τελικά. Έτσι το αισθάνθηκα εγώ, τουλάχιστον. Όλα άρχισαν την Παρασκευή το πρωί, καθώς πήγαινα στο γραφείο μου. Σταματώντας σε μια διάβαση, είδα να περνάει μπροστά απ' το αυτοκίνητο μου ένα χρωματιστό σύννεφο. Ήταν μια παρέα παιδιών Γυμνασίου. Δεν ήξερα πως ήταν η τελευταία μέρα του σχολείου, ο γιος μου είναι πολύ μικρός, δεν πάει σχολείο, κι εγώ πολύ μεγάλος για να θυμάμαι. Όμως, καθώς αντίκρισα τούτο το σμήνος να διασχίζει τον δρόμο, ένιωσα για μια στιγμή έναν δυνατό άνεμο να με σπρώχνει μαζί τους, σαν αύρα, μια φευγαλέα δύναμη. Γελούσαν. Ένα cd player κρεμόταν απ' τον ώμο ενός κοριτσιού. Μια μπάλα ανέμιζε στον αέρα. Να και μια σακούλα. Ωπ, ναι, θυμάμαι. Τελευταία μέρα ίσον μπουγέλα. Ίσον καταβρέγματα και τραγούδια και ποδόσφαιρα και παραλία μέχρι την δύση του ήλιου. Ιδού, είπα μέσα μου: ιδού ένας κόσμος αγκιστρωμένος στον κόσμο της ομίχλης, που όμως σφύζει από λιακάδα. Κοιτούσα τα παιδιά και σκεφτόμουν την δύναμη των ονείρων τους, την δύναμη της χαράς τους, την δύναμη της αισιοδοξίας τους, και κάτι σαν ελπίδα αναδύθηκε μέσα μου. Τα χάζευα τόση ώρα, που το γέλιο τους έσβησε στ' αφτιά μου από τα κορναρίσματα των εξαγριωμένων οδηγών που περίμεναν να κουνηθώ.
Το Σάββατο έτυχε να δω εκείνη την μάνα. Την έχω δει κι άλλες φορές, κάποτε μάλιστα είχα γράψει και κομμάτι για κείνην. Ο γιος της δεν θα είναι ούτε δέκα χρονών. Ένα παραπληγικό παιδί. Ένα πλάσμα σαν πούπουλο, σαν άνεμος. Κι εκείνη, σαν δέντρο από πάνω του, δίπλα του, πίσω του, μπροστά του. Ριζωμένη. Είχα καιρό λοιπόν να τους δω, μήνες μάλλον, και έμεινα να τους κοιτάζω, όπως κοιτάζεις κάποιον που ξέρεις καλά κι ας μην του έχεις μιλήσει ποτέ. Γελούσαν. Μιλούσαν. Το καροτσάκι έτριζε ελαφρώς αλλά αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν από τους δύο: έμοιαζε σαν να μην άγγιζε το οδόστρωμα, σαν να πετούσε. Κάποια στιγμή πέρασαν πλάι από ένα χάρτινο σπίτι. Διάβασα ότι δεκαεπτά χιλιάδες είναι πλέον οι άστεγοι στη χώρα μας. Φαίνεται, το είχαν προγραμματίσει. Εκείνη η μάνα στάθηκε μπροστά στο χαρτόνι του σαλονιού, έτεινε μια σακούλα με ρούχα στον ιδιοκτήτη και μετά, άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα βιβλίο. Μόλις ο ιδιοκτήτης του χάρτινου σπιτιού το πήρε στα χέρια του, έλαμψε ολόκληρος. Σίγουρα θα είχε στοίβες από βιβλία στην παλιά του ζωή, σκέφτηκα.
Να μια παρέα παιδιών που τραγουδούν, να το ουράνιο τόξο μιας μητέρας και του χιονισμένου αγγέλου της, να ο βιβλιοφάγος που διαβάζει κάτω απ' το φως των αστεριών. Πού είναι η άμμος και η ομίχλη; Πουθενά. Μόνο ήλιο είδα. Ιδού ένα άλλο κομμάτι αυτής της χώρας, άρχισα να σκέφτομαι. Εύθραυστο, ναι. Αδύναμο, ναι. Μα τόσο τεράστιο σε ανάστημα. Τόσο συγκλονιστικά αγέρωχο. Το ίδιο περήφανο, όσο και ο εικοσάχρονος που ξορκίζει τα δεσμά του φόβου και πάει στο Athens Gay Pride επειδή θέλει να είναι αυτό που είναι. Από την μία έχεις την προκατάληψη, τις δεισιδαιμονίες, την φαγωμάρα, το ψέμα, την απατεωνιά, όλα όσα μετέτρεψαν την Ελλάδα σε φάντασμα του πλανήτη. Κι απ' την άλλη έχεις την έννοια της Αλήθειας, το δικαίωμα του ονείρου, την αθωότητα της ψυχής, την συνείδηση ότι τίποτε δεν μπορεί να σε σταματήσει. Ναι, υπάρχει η Ελλάδα ενός μητροπολίτη που διαλαλεί ότι το μόνο επιτρεπτό είναι η νομοτέλεια που όρισε ο Θεός, και όχι η νομοτέλεια που ορίζει κάποιος για τον εαυτό του. Υπάρχει η Ελλάδα των αγκυλώσεων, του φανατισμού, της στασιμότητας. Υπάρχει η Ελλάδα της παραπλάνησης, των πλαστών υποσχέσεων, της μιζέριας, της διαρκούς οπισθοδρόμησης. Διάολε, όμως: υπάρχει και μια άλλη Ελλάδα, πολύ μεγάλη, που ζει την κάθε μέρα με ουσιαστική υπερηφάνεια, που φαντάζει αήττητη ό,τι κι αν της κάνουν, που ελπίζει επειδή έτσι ξέρει να κάνει και όχι επειδή της το λένε, που αναμετριέται με απύθμενες δυσκολίες χωρίς να το βροντοφωνάζει, που ονειρεύεται επειδή η ζωή είναι μπροστά της, που πετάει κι ας είναι καθηλωμένη σε καροτσάκι, που τη νομοτέλειά της την ορίζει η ίδια και όχι ένας μητροπολίτης ή ο Ιησούς Χριστός ή ο Ντάισενμπλουχ ή ο Μπομπ Ντύλαν. Μια Ελλάδα που δεν κρίνεται από τα τσάμικα στις εθνικές γιορτές και τις βλακώδεις εθνικιστικές κορώνες, αλλά από την δύναμη της ψυχής, την ενέργεια που βγάζει από τα σπλάχνα της.
Οπότε ναι: ζούμε μέρες από άμμο και ομίχλη. Η Μέρκελ, το χρέος, ο Ντράγκι, η επιστροφή στη δραχμή. Είμαστε μια χώρα βυθισμένη στην αχλή του τρόμου. Μας θερίζει ένα διαρκές ράπισμα αγωνίας. Εντούτοις, αρκεί μια καθαρή ματιά για να πάρεις δύναμη, για να αντιληφθείς ότι αυτός ο λαός δεν έχει φτουρήσει. Και το χειρότερο καλοκαίρι της σύγχρονης ιστορίας μας να βιώνουμε, και στην απόλυτη καταστροφή να μας οδηγήσουν οι επιλογές μας, παλιές και καινούργιες, είναι τέτοια η κράση των αφανών, που η στάχτη θα γεννήσει δρόμους. Έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν.