«Τι λένε για μένα εκεί έξω;» Έξι λέξεις. Ερωτηματικό στο τέλος.
Τι λένε για μένα εκεί έξω; Θα φανταζόταν κανείς έναν άνθρωπο σαν κι εμάς να φλέγεται με την συγκεκριμένη απορία; Δύσκολο. Οι άνθρωποι σαν κι εμάς έχουν προφανώς σοβαρότερες, πιο καίριες απορίες στην καθημερινότητά τους. Ένας βουλευτής όμως. Ω, εκεί το πράγμα αλλάζει. Οι πολιτικοί νοιάζονται για την υστεροφημία τους. Και σε κάποιους από αυτούς δεν μπορείς να τους βγάλεις από το μυαλό ότι όλοι εκεί έξω ασχολούνται με δαύτους. Διότι δεν (θέλω να) πιστεύω ότι οι πάντες στην πολιτική είναι έτσι, ειδικά σε καιρούς σαν κι αυτούς. Όχι, δεν είναι πάντες. Είναι κάποιοι. Αρκετοί, όπως υποψιάζομαι τις τελευταίες μέρες. Περισσότεροι ίσως απ’ όσο θα ’πρεπε.
Ο λόγος όμως για τον οποίο κάθισα να ασχοληθώ με την συγκεκριμένη απορία είναι μάλλον αριθμητικός. Είδα έναν βουλευτή την περασμένη εβδομάδα. Δεν έχει σημασία ποιανού κόμματος. Στην ιστορία μας η γκάμα είναι διακομματική. Εκεί που τα λέγαμε, με ρωτάει, «Τι λένε για μένα εκεί έξω;» Δεν ήξερα τι να του απαντήσω, κι έτσι άλλαξα την κουβέντα. Την επομένη, σε μια παρουσίαση βιβλίου, άλλος βουλευτής. «Τι λένε για μένα εκεί έξω;» Με έπιασε μια ανασφάλεια ότι κάτι συμβαίνει σε αυτόν τόπο για το οποίο δεν έχω ιδέα. Ήθελα να τον ρωτήσω τι διάολο τον κάνει να πιστεύει ότι το «εκεί έξω» ασχολείται με κείνον, αλλά δίστασα, με φρέναρε η σκέψη ότι μπορεί να μου έχουν διαφύγει επεισόδια. Τελικά όμως δεν είχε να κάνει με μένα. Προχθές είδα κι άλλον βουλευτή, διαφορετικού κόμματος. Οι ίδιες λέξεις, πανομοιότυπα διατυπωμένες. Σαν σλόγκαν. Σαν μότο. Τι λένε για μένα εκεί έξω; Η πρώτη ερώτηση. Όχι, «τι βλέπεις;» ή «πού λες να πηγαίνει το πράγμα;» ή «τι ακούς;» Όχι. Μια ερώτηση που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό τους. Τους ένοιαζε να μάθουν τι λένε για αυτούς εκεί έξω.
Δύο τρόποι υπάρχουν για να το δεις το πράγμα. Ο πρώτος έχει να κάνει με την πλευρά τους. Ίσως υπάρχει λόγος που ανησυχούν. Ίσως διαισθάνονται ότι εκεί έξω μάλλον λέγονται πράγματα που δεν θα ήθελαν να ακούσουν. Ακούγοντάς τους όμως ένιωσα ότι δεν έχουν την παραμικρή επαφή με το "εκεί έξω". Τους κοίταζα και εισέπραξα την αύρα μιας οντότητας απομονωμένης σε έναν μικρόκοσμο. Το ξέρουμε όλοι (ή μπορούμε να το φανταστούμε) πόσο γοητευτικός είναι ο μικρόκοσμος του κοινοβουλίου για τους βουλευτές. Αλλά η απομόνωση τείνει να γίνει (ή έχει μετατραπεί ήδη, απ' ό,τι φαίνεται) σε εγκλωβισμό. Αν δεν έχουν ιδέα τι λέγεται γι' αυτούς εκεί έξω, τότε για λογαριασμό ποιανού κόσμου είναι εκεί μέσα; Για λογαριασμό ποιας κοινωνίας; Ποιους αφουγκράζονται; Πόσο ηττοπαθές και ψυχρό και αβασάνιστα παθητικό είναι το να ομολογείς την απουσία σου, την ερμητική ανυπαρξία σου από τον παλμό των ζωών που σε έστειλαν να κάνεις αυτό που κάνεις (ό,τι διάβολο κι αν είναι);
Ο δεύτερος τρόπος έχει να κάνει με την δική μας πλευρά. Το είδα καθαρά ψυχρά. Σε βαθμό κυνικό. Αισθάνθηκα πως οι τύποι είναι εκτός τόπου και χρόνου. Αυτή η κοινωνία μιλάει για το αύριο των παιδιών της, νιώθει αβεβαιότητα, γαντζώνεται από την ελπίδα και ονειρεύεται, αισθάνεται προδομένη, αισθάνεται κουρασμένη, τρώει χαστούκια από την αδικία, βλέπει εδώ και χρόνια τις εξουσίες της να αναλώνονται σαν φυσαλίδες στον άνεμο, πιστεύει, δεν πιστεύει, ελπίζει, δεν ελπίζει, αναρωτιέται αν θα τα χάσει όλα ή τα μισά, ή λίγα, λογαριάζει και το τελευταίο ευρώ του μισθού της ή της σύνταξής της, και στο μεταξύ, εν μέσω ψιθύρων για δημοψηφίσματα, θεωριών για εκλογές, ειδήσεων για παιδιά που σφαγιάζονται και μετανάστες που πνίγονται στη θάλασσα, προσπαθεί και να ζήσει, να προγραμματίσει, να χαρεί τις ελάχιστες στιγμές ανεμελιάς ή χαράς που της έχουν απομείνει. Frankly, my dear, we don't give a damn, ήθελα να απαντήσω στους αξιότιμους φίλους. Δεν λένε κάτι κακό για σένα, κύριε βουλευτά. Δεν λένε κάτι καλό. Δεν λένε τίποτα. Δεν τους ενδιαφέρεις. Έχουν σοβαρότερα πράγματα να ασχοληθούν.