Στο κέντρο της Αθήνας το ψιλόβροχο δεν κατάφερε να χαλάσει την εθνική μας φιέστα.
Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι "λίγο τσάμικο, λίγο κρασί και το αγόρι μου", αλλά τα ειλικρινή χαμόγελα των γονιών με τα πιτσιρίκια τους απέδειξαν ότι, είτε με χορούς είτε όχι, η επέτειος αυτή σημαίνει κάτι, κάτι που για τον καθένα είναι διαφορετικό. Για άλλους είναι ένας ιστορικός συμβολισμός που αντέχει ακόμη, για άλλους ένα αλληγορικό μήνυμα αφύπνισης, για άλλους απλά μια αφορμή να βολτάρουν με τις σημαίες τους, για τον Νίκο Δήμου μια παρωδία, για άλλους μια ευκαιρία να δουν άρματα μάχης από κοντά. Όσοι έμειναν σπίτι, ίσως είδαν για χιλιοστή φορά τον "Παπαφλέσσα" και τις λοιπές ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Οι γενειάδες ήταν ανέκαθεν ψεύτικες και ενδεχομένως σήμερα να μοιάζουν πιο ψεύτικες από ποτέ, αλλά κάτι η ελαφρά αφέλεια στην κινηματογραφική απόδοση της Ιστορίας, κάτι όλοι εκείνοι οι ηθοποιοί που αγαπήσαμε από μικροί, τα "εθνικο-πατριωτικά" έπη της Φίνος γοητεύουν περισσότερους από όσους το παραδέχονται. Η μόνη διαφορά με πέρυσι και με πρόπερσι ήταν τελικά το παραδοσιακό γλέντι που εισήγαγε η κυβέρνηση. Προσωπικά δεν με χάλασε καθόλου.
Για την ακρίβεια, δεν το βρήκα διόλου δυσάρεστο (όπως δεν το βρήκα και διόλου ευχάριστο). Εντάξει, είπα, αισθανθήκαμε την ανάγκη να χορέψουμε, ούτε κρύο ούτε ζέστη. Να θυμηθούμε και τις παραδοσιακές στολές, να θυμηθούμε και τους εύζωνες, να θυμηθούμε και τις γυροβολιές στον αέρα. Δεν θα τσακωθώ περί αισθητικής, γιατί δεν είμαστε και Νέα Υόρκη να χαλάσουμε την χίπστερ τρεντινιά μας με λίγη φουστανέλα. Απλώς αναρωτιόμουν. Αναρωτιόμουν πώς το σκέφτηκαν οι εμπνευστές. Γιατί άραγε τώρα αυτή η αφύπνιση της παράδοσης; Γιατί όχι όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί αυτή την στιγμή; Γιατί φέτος; Δυσκολεύτηκα λίγο αλλά βρήκα δυο-τρεις απαντήσεις. Πρώτα σκέφτηκα ότι στους μεγάλους καημούς η διέξοδος είναι τα μεγάλα γλέντια, κάπου το είπε κάποτε ο Κοεμτζής αυτό. Αλλά μου φαίνεται λίγο αφελές να ισχύει κάτι τέτοιο σε συλλογικό επίπεδο και συν τοις άλλοις, επικοινωνιακά, είτε με αυτή την κυβέρνηση είτε με την προηγούμενη, ποτέ δεν θα παραδεχόμασταν δημόσια ως χώρα ότι ζούμε μεγάλους καημούς, θα έκανε κακό στο προφίλ μας.
Αναρωτήθηκα κατόπιν μήπως θέλαμε να στείλουμε ένα μήνυμα στο εξωτερικό. Ότι είμαστε καλά, ότι είμαστε χαρούμενοι, ότι τους γράφουμε στα παλιά μας τα παπούτσια, ότι δεν πα να λυσσάνε εμείς γιορτάζουμε τις εθνικές μας επετείους χορεύοντας. Όσο αφελής κι αν ήταν η σκέψη, με απασχόλησε αρκετή ώρα. Τελικά όμως ούτε αυτό μου φάνηκε σοβαρό επιχείρημα. Ξύπνησε χθες το πρωί ο Ντάισεμπλουχ με την πρεμούρα να μάθει πώς γιορτάζουν οι Έλληνες στο Σύνταγμα; Δε νομίζω. Απεναντίας, τρέφω την υποψία πως η Μέρκελ και ο Σόιμπλε θα προτιμούσαν να πεθάνουν από πλήξη αντί να σηκώσουν το τηλέφωνο προκειμένου να πληροφορηθούν αν χορεύουμε ή αν κουνάμε τα σημαιάκια βιδωμένοι στις θέσεις μας. Έτσι, η μόνη εκδοχή που μπόρεσα να δώσω είναι αυτή που στην ουσία πρεσβεύει και το νόημα της κάθε εθνικής επετείου: όπως στις 4 Ιουλίου οι Αμερικανοί νιώθουν ότι είναι ωραίο να είσαι Αμερικανός και γεμίζουν τον ουρανό με πυροτεχνήματα, έτσι και εμείς. Στις 25 Μαρτίου είναι ωραίο να νιώθεις Έλληνας. Οπότε ταιριάζουν και οι γυροβολιές των τσολιάδων, όσο φολκόρ κι αν είναι. Το κάναμε για τους εαυτούς μας. Τα τσούξαμε, το ευχαριστηθήκαμε, πέρασε.
Του χρόνου, να 'μαστε καλά, να το ξανακάνουμε.
Θα είμαστε όμως καλά; αναρωτήθηκε ένας φίλος φεύγοντας από το Σύνταγμα. Αυτό είναι το κακό με τα γλέντια, μόλις τελειώσουν μπορούν να σε κάνουν να νιώσεις την πιο βαθιά θλίψη του κόσμου. Τα πλήθη είχαν εγκαταλείψει την πλατεία, η βροχή είχε δυναμώσει και εκεί όπου πριν από λίγο δέσποζαν κουστουμαρισμένοι επίσημοι, ένστολοι και κόσμος που γλεντούσε, τώρα είχε απλωθεί μια εικόνα εγκατάλειψης, δρόμοι γεμάτοι σκουπίδια και σημαιάκια που ανέμιζαν πεταμένα στα πεζοδρόμια. Καθώς βράδιαζε, άκουσες στο ραδιόφωνο τις δηλώσεις του Γεν Βάιντμαν, του επικεφαλής της Bundesbank. "Η Ελλάδα", είχε πει νωρίτερα στο Ρόιτερς, "απέχει ακόμα πιο πολύ από το τέλος του Μαραθωνίου των μεταρρυθμίσεων και θα ήταν τραγικό αν εγκατέλειπε τις οικονομικές προσαρμογές". Άκουσες κάποιος άλλους να μιλούν για επικείμενη ρήξη. Άκουσες πάλι για τον κατάλογο των μεταρρυθμίσεων, που πάει από βδομάδα σε βδομάδα. Ύστερα, αριθμοί έπεσαν πάνω σου και σε πλάκωσαν σαν βουνό.
Ως το τέλος Μαρτίου, δηλαδή πιθανότατα πριν καν συγκληθεί το Eurogroup, πρέπει σε αυτή την χώρα να πληρωθούν περίπου 1,7 δισ. ευρώ -για μισθούς 465 εκατ. ευρώ, στα ασφαλιστικά ταμεία 860 εκατ. ευρώ και για την κάλυψη συναλλαγματικών κινδύνων άλλα 400 εκατ. ευρώ. Τον Απρίλιο οι ανελαστικές δαπάνες φτάνουν στα 3,5 δις. Νωρίς-νωρίς, στις 9 Απριλίου, πρέπει να πληρωθούν 448 εκατ. ευρώ στο ΔΝΤ, για τόκους 200 εκατ. ευρώ, για μισθούς και συντάξεις 1,5 δις. Αυτομάτως, οι συλλογισμοί σου αφήνουν τους χορούς και τα πανηγύρια, και αναρωτιέσαι, υπάρχουν αυτά τα λεφτά; και αν δεν υπάρχουν, τι γίνεται; Άλλοι μιλάνε για αδιέξοδο, άλλοι επιμένουν ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, θα την βρούμε την άκρη, άλλοι κάνουν δηλώσεις για την φιέστα με τα τσάμικα. Ένας λαός σε κρίση ταυτότητας, διχασμένος ανάμεσα στον φόβο και στην ελπίδα, σαστισμένος από τις θολές γραμμές της πολιτικής ζωής και της πληροφόρησης, τσακισμένος από τις υποσχέσεις που στερεύουν όπως τα πλήθη στερεύουν από τις πλατείες, ένας λαός που λίγη ελπίδα να του δώσεις σε λάτρεψε, λίγη μουσική να του βάλεις σου χόρεψε, ένας λαός τόσο αντιφατικός, κακομαθημένος και αλλοπρόσαλλος, μα και τόσο εκδηλωτικός, τόσο αφάνταστα τρυφερός. Για τρεις-τέσσερις ώρες χθες κάποιοι ένιωθαν ωραία που ήταν Έλληνες. Μπράβο τους. Η 25η Μαρτίου είναι ωραία μέρα για να είσαι Έλληνας. Δυστυχώς όμως δεν είναι η μοναδική μέρα του χρόνου. Σήμερα το πρωί, κατηφόριζα την Πανεπιστημίου. Ό,τι θύμιζε την χθεσινή γιορτή ήταν μερικά σκισμένα σημαιάκια που κείτονταν σκορπισμένα στις λάσπες.