Δεν πεθαίνεις σαν χώρα επειδή σε συντρίβουν η Μέρκελ και ο Σόιμπλε.
Πεθαίνεις σαν χώρα επειδή εδώ και χρόνια αυτοκτονείς ασύστολα. Κάθε μέρα. Κάθε ώρα. Κάθε στιγμή.
Πεθαίνεις σαν χώρα όταν το πτώμα ενός νεαρού κείτεται οκτακόσια μόλις μέτρα από τον κοιτώνα της σχολής του και περνάει ένας μήνας για να βρεθεί. Όταν οι διαξιφισμοί στην Βουλή αναμασούν ξανά και ξανά το ζήτημα των βουλευτικών αυτοκινήτων, και το συγκλονιστικό θέμα που ανέκυψε αίφνης περί του αν οι πρώην πρωθυπουργοί θα πρέπει να παραχωρήσουν τους χώρους που καταλαμβάνουν έτσι ώστε να εκμεταλλευτούν από τους βουλευτές που θα πρέπει να διαβάζουν τι ψηφίζουν.
Πεθαίνεις σαν χώρα κάθε φορά που ένας εν ενεργεία πολιτικός τουιτάρει εν μέσω συνεδρίασης, κάθε φορά που μια selfie στο φέισμπουκ, με χαμογελαστά πρόσωπα του "τρικομματισμού", έρχεται να αποχαυνώσει την μοναξιά σου.
Πεθαίνεις σαν χώρα όταν η Νομική Σχολή σου είναι υπό κατάληψη, όταν οι δρόμοι της πρωτεύουσάς σου είναι γεμάτοι συντρίμμια, όταν σήμερα το πρωί αντίκρισες χαλάσματα στο κέντρο.
Πεθαίνεις σαν χώρα όταν περιμένεις χρόνια ολόκληρα να γίνουν όλα κατόπιν εορτής: διατάξεις για τον εκφοβισμό στα σχολεία ΜΕΤΑ από μια αυτοκτονία, μέτρα για την βία στα γήπεδα ΜΕΤΑ από σοβαρά επεισόδια. Πεθαίνεις σαν χώρα όταν προωθείς νομοσχέδια που αφήνουν παραθυράκια για την αποφυλάκιση τρομοκρατών, όταν ένας Μητροπολίτης ανάγει την ομοφυλοφιλία σε θανάσιμο αμάρτημα, όταν το παράλογο σε όλους τους τομείς έχει επισκιάσει το λογικό. Πεθαίνεις σαν χώρα όταν έχεις περιθωριοποιήσει την ποίηση, όταν έχεις εξοβελίσει την λογοτεχνία, όταν αγνοείς τους πιτσιρικάδες που ανεβάζουν παραστάσεις τίγκα στον ιδρώτα και στον ενθουσιασμό, και όταν επιτρέπεις σε έναν κουκουλοφόρο να μαυρίσει με μπογιά το λουλούδι που ζωγράφισε κάποιο κορίτσι σε έναν τοίχο της Σόλωνος για να ομορφύνει λίγο την θέα που έχει ένας άστεγος από το χάρτινο σπίτι του. Κάθε φορά που ένας από μας πεθαίνει μέσα του, πεθαίνεις κι εσύ σαν χώρα.
Πεθαίνεις σαν χώρα όταν μια ολόκληρη κοινωνία είναι συγκλονισμένη από τον θάνατο του Βαγγέλη Γιακουμάκη, ενώ επί έναν μήνα μια ολόκληρη κοινωνία έστεκε αμέτοχη, από απόσταση, να παρακολουθεί την πορεία της κατάληξής του, χωρίς φακούς στους δρόμους, χωρίς πομπές τις νύχτες, χωρίς έρευνες πολιτών, απλά με την ψυχραιμία του απρόσβλητου, αυτού που δεν μας αφορά άμεσα, ένα ταξίδι οκτακόσια μέτρα κοντά και έτη φωτός μακριά. Πεθαίνεις σαν χώρα επειδή οι μεγάλες τραγωδίες που σε πλήττουν σε απασχολούν ελάχιστα και οι ασήμαντοι θρίαμβοι σου γεμίζουν πλατείες και δρόμους και αεροδρόμια. Νομίζεις πως πεθαίνεις σαν χώρα χάνοντας ένα πέναλτι και δεν νομίζεις πως πεθαίνεις σαν χώρα χάνοντας ένα παιδί; Πεθαίνεις σαν χώρα κάθε φορά που ένας πολιτικός εξαπολύει από τα έδρανα την φράση "Η ιστορία μου είναι γνωστή", ενώ εκατομμύρια ιστορίες καθημερινής βιοπάλης χάνονται στο νέφος των ελληνικών ουρανών, συνθλίβονται, ξεψυχούν αδικαίωτες.
Πεθαίνεις σαν χώρα όταν σμήνη ανθρώπων πληρώνονται αδρά χωρίς να παράγουν τίποτε και σμήνη ανθρώπων φυτοζωούν παράγοντας πολλά, όταν δεν έχεις να προσφέρεις το παραμικρό στους νέους πτυχιούχους, όταν αντιμετωπίζεις εδώ και χρόνια τους συνταξιούχους σαν περιττά βάρη της κοινωνίας. Και φυσικά πεθαίνεις σαν χώρα κάθε φορά που ακούς ένα στεντόρειο στόμα να κηρύττει τον πόλεμο στην διαφθορά, στο μαύρο χρήμα, στα κυκλώματα που λυμαίνονται το γαλανόλευκο χώμα. Δεν άρχισες να πεθαίνεις σαν χώρα τώρα. Πεθαίνεις χρόνια, πολλά χρόνια. Και δεν φταίνε οι ξένοι γι' αυτό, δεν φταίνε οι κυβερνήσεις που εξέλεξες, δεν φταίει ο θεός, δεν φταίνε τα σκοτεινά σχέδια μιας παγκόσμιας συνωμοσίας που μας έβαλε στο μάτι.