Παλιά, στην διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών, τα κόμματα και οι υποψήφιοι ξόδευαν σημαντικότατα ποσά για καταχωρίσεις κειμένων και φωτογραφιών στις εφημερίδες και τα περιοδικά.
Η ηλεκτρονική εποχή, κατάργησε το συγκεκριμένο μέσο ως παράγοντα επικοινωνίας και επηρεασμού των ψηφοφόρων. Πάνελς τηλεοπτικά και συνεντεύξεις (αλλά και… «συνεντεύξεις») δίνουν την ευκαιρία αμεσότερης επαφής πολιτικών και κοινωνίας. Και η επαφή αυτή, πολλές φορές στρέφεται μπούμερανγκ κατά των πολιτικών: στερεότυπα, κοινοτοπίες, αμηχανία, γλώσσα του σώματος και της έκφρασης, συχνά αποκαλύπτουν και αποδομούν προθέσεις, στοχεύσεις, επικοινωνιακές ρετσέτες…
Στις παλιές μεγάλες δημόσιες προεκλογικές συγκεντρώσεις, ο πολιτικός δεν «συνομιλούσε» με το ακροατήριο του. «Έβγαζε λόγο», όπως λέγαμε. Συνέπαιρνε ή απογοήτευε, ανάλογα με τις ικανότητές του (δημεγερτικές η ουσιαστικότερες) και ελάχιστοι, με πρώτο και καλύτερο τον Αντρέα, είχαν το χάρισμα να «συνομιλούν», παίρνοντας πάσα από τα συνθήματα. Και, πάντως, το ακροατήριο ήταν εκ των προτέρων φίλιο. «ΟΙ πλατείες ήταν γεμάτες…» από «δικούς». Πάνε τώρα αυτά…
Αρχηγοί και κεντρικά κομματικά στελέχη, υπόκεινται στην βάσανο της σχεδόν καθημερινής συνομιλίας, ενώπιοι ενωπίοις, με ένα τεράστιο και ωσεί παρόν κοινό, οι προθέσεις του οποίου κάθε άλλο παρά δεδομένες είναι. Πόσο μάλλον η εκλογική προτίμηση. Ο δημοσιογράφος, αυτός πού σέβεται το λειτούργημά του, θέτει τα ερωτήματα που απασχολούν την κοινωνία και ο πολιτικός απαντάει στον κόσμο. Χωρίς να βλέπει η να υποψιάζεται τις αντιδράσεις του. Αναπάντητα ερωτήματα, η απαντήσεις δικολαβικές παραφορτωμένες με ασάφειες και… περί διαγραμμάτων, δεν πείθουν παρά τους ήδη πεπεισμένους. Οι εν αμφιβολία τελικής επιλογής ή κατά το δυνατόν αντικειμενικοί και ψύχραιμοι, ας το πούμε σχηματικά οι (σήμερα ιδιαίτερα) «κρίσιμοι αναποφάσιστοι», όσο εύκολα μπορούν να γοητευθούν και να πεισθούν, άλλο τόσο εύκολα απογοητεύονται. Και καταψηφίζουν…
Το περίεργο είναι, ότι οι σημερινοί πολιτικοί προεκλογικοί μονομάχοι με τα… πλουμιστά επιτελεία και τις στρατιές των επικοινωνιολόγων, δεν φαίνεται να σέβονται την πραγματικότητα που έχει αλλάξει. Έχοντας προαποφασίσει αυτή η προεκλογική εκστρατεία να στηριχθεί στην οργή από την μια και στον φόβο από την άλλη (οι χειρότεροι σύμβουλοι για μια δημοκρατική κοινωνία σε κρίση), ό ένας προσπαθεί να διατηρήσει το σαφές του προβάδισμα που με την βοήθεια του μπόνους των 50 εδρών του( που κάποτε κατήγγειλε ως καλπονοθευτικό…) εξασφαλίζει τον πρώτο ρόλο στην προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης, και ο άλλος ποντάρει στην μείωση του εύρους της νίκης του πρώτου. Για να δυσκολέψει τις εξελίξεις στις 26 Ιανουαρίου, αλλά και να μπορέσει με «διαχειρίσιμο» αποτέλεσμα να παραμείνει ηγέτης του κόμματός του…
Και καλά ο θεωρούμενος ως απερχόμενος. Δίνει μάχη χαρακωμάτων. Αλλά ο επελαύνων; Και δη ο ευαγγελιζόμενος το νέο και άφθαρτο, το αναγεννητικό, το μέλλον-και όχι μόνο της Ελλάδος αλλά και… ολόκληρης της Ευρώπης; Αν δεν ποντάριζε μόνο στην οργή και την απόγνωση του κόσμου, αλλά είχε και ένα ρεαλιστικό και βιώσιμο, υπό τις συνθήκες αυτές, σχέδιο εξόδου από την κρίση, θα έπρεπε κανονικά σήμερα να μετράει την δύναμή του σε ποσοστά πολύ πάνω από το 40%. Γιατί, λοιπόν, μάχεται για κάτι περισσότερο από 30%, που υπό προϋποθέσεις δυνατόν να του δίνει ισχνή (και προβληματικά διαχειρίσιμη στην εσωκομματική του Βαβέλ…) αυτοδυναμία που θα στηρίζεται στην… «ψεκασμένη» κ. Ραχήλ;
Είναι δυνατόν οι πάντες να ερωτούν «και τι θα κάνεις αν οι δανειστές μας απορρίψουν το σχέδιό σου…» κι’ αυτός να απαντά υπομειδιώντας «δεν θα τολμήσει η Μέρκελ να πει όχι!»; Κι’ αν… τρελαθεί η καγκελάριος της ΕΕ, τι θα μας πει… εκ των υστέρων ; «Αλέξη χάσαμε…»; Είναι δυνατόν, 10 μέρες πριν από τις εκλογές, και την αυτοδυναμία μάλλον ουτοπικό στόχο όπως όλα δείχνουν, να ερωτάσαι «και με ποιους θα συνεργασθείς:», και ο κ. Τσίπρας να λέει «με κανέναν, πλην αυτών που… δεν με θέλουν» και οι οποίοι έτσι κι’ αλλιώς είναι προγραμματικά, διακηρυγμένα και με πάσα ειλικρίνεια ταγμένοι εναντίον της Ευρώπης, του ευρώ, και της Δύσης γενικότερα; Την ίδια ώρα που ο ίδιος «ομνύει» χαμηλόφωνα για να μην τον ακούσουν οι σύντροφοί του, ότι πιστεύει στην (έστω, «δική» του) ΕΕ και το ευρώ; Αφήνοντας, έτσι, ορθάνοιχτη την πόρτα για προσφυγή σε δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, το καταστροφικότερο, δηλαδή, σενάριο;
Ο Σαμαράς ελπίζει να κυβερνήσει με… την βοήθεια της Παναγίας (α, μην ξεχάσω και τις… ακατέβαστες εικόνες -θού Κύριε…) και ο Τσίπρας με την βοήθεια της… ρέντας του στα ζάρια. Και οι δυό, επί των ιματίων μας!