Δεν χρειάζεται να είναι κανείς δόκτωρ των Πολιτικών Επιστημών για να αντιληφθεί ότι τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα -που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν τον λεγόμενο αστικό κόσμο- δεν μπορούν στην συγκεκριμένη συγκυρία να αντιμετωπίσουν τον ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ και τον Τσίπρα. Και δεν μπορούν να τον αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά για μερικούς απλούς λόγους:
Η χρεοκοπία και το μνημόνιο σηματοδότησαν το τέλος του παλιού κόσμου. Πριν χρεοκοπήσει η χώρα δημοσιονομικά, είχε χρεοκοπήσει πολιτισμικά και ηθικά, αφού το σύστημα εξουσίας που δημιουργήθηκε από την μεταπολίτευση και μετά στηρίχθηκε στο πελατειακό κράτος, απαξιώνοντας σταδιακά τις αξιακές αναφορές που ομοιογενοποιούν μια κοινωνία .
Τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας έπαψαν σταδιακά να εκπροσωπούν την κοινωνία και μεταλλάχτηκαν σε παρασιτικούς- γραφειοκρατικούς μηχανισμούς διαμεσολάβησης συμφερόντων. Μικρών ή μεγάλων. Η εναλλαγή στην εξουσία που για τον πολιτισμένο κόσμο αποτελεί ένα ισχυρό κεκτημένο στην λειτουργία της Δημοκρατίας διασφαλίζοντας την συνέχεια και την συναίνεση στα αυτονόητα, στην Ελλάδα εξελίχτηκε σε λειτουργική παράμετρο της συναλλαγής. Το μόνο που άλλαζε ήταν η ποσόστωση. Όταν κυβερνούσε το ΠΑΣΟΚ «εισέπραττε» πλειοψηφικά τα προνόμια της εξουσίας. Η σχέση αυτή 70%-30%, άλλαζε προς όφελος της ΝΔ όταν η κεντροδεξιά γινόταν κυβέρνηση.
Τα δύο μεγάλα κόμματα δεν μπόρεσαν να αυτορυθμιστούν και να επανιδρυθούν εξαιτίας του κυβερνητισμού από τον οποίο υποφέρουν διαχρονικά. Μετεξελίχθηκαν σε κλειστές κάστες, με αποτέλεσμα να αποπολιτιοκοποιηθούν και να εξελιχθούν περίπου σε «συμμορίες». Δυστυχώς ο Τσοχατζόπουλος δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών που κυβέρνησαν την χώρα συμμετείχαν ενεργά στην λεηλασία της χώρας. Πολύ χειρότερα, αφού ο «πλούτος» δεν προερχόταν από παραγωγικές διαδικασίες, αλλά από τον εξωτερικό δανεισμό. Υπό αυτή την έννοια η κοινωνία έχει τις ευθύνες της, αφού αποκοιμήθηκε ηθικά και «αισθητικά» αποδοκιμάζοντας εκλογικά κάθε δυσάρεστη προειδοποίηση. Προτιμούσαμε να ζούμε σε ένα φαντασιακό παρόν, αρνούμενοι να συνυπολογίσουμε τις πιθανές επιπτώσεις στο μέλλον.
Αρκεί να θυμηθεί κανείς πώς έδιωξαν το καθηγητή Σπράο οι συνδικαλιστές (όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων) της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ το 1995, όταν προέβλεψε ότι αν δεν μεταρρυθμιστεί το ασφαλιστικό, τα ταμεία θα χρεοκοπήσουν τα επόμενα είκοσι χρόνια...
Η δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία, που λειτούργησε σε βάρος ενός αποτελεσματικού και λειτουργικού κράτους, δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε στην λογική του κομματικού στρατού και χρηματοδοτήθηκε από τον ξέφρενο δανεισμό. Τρέφεται από την ιδεολογία του «λεφτά υπάρχουν» και αφού απογοητεύτηκε από τον Γιώργο, τώρα στρέφεται στον ΣΥΡΙΖΑ που υπόσχεται ανεφάρμοστα πράγματα.
Το αστικό καθεστώς που συγκροτήθηκε στην χώρα την Μεταπολίτευση και διαδέχτηκε το χρεοκοπημένο προδικτατορικό δεξιό κράτος συγκροτήθηκε από «αυτοδημιούργητα» στρώματα τα οποία αξιοποίησαν την οικονομική και κοινωνική επανεκκίνηση που σηματοδότησε η δημοκρατική Ελλάδα. Τα στρώματα αυτά δεν είχαν ούτε την παράδοση, ούτε την εκπαίδευση για να δημιουργήσουν τους κανόνες σε ένα σύγχρονο αστικό κράτος. Λειτούργησαν «ιδιοτελώς» και δημιούργησαν την οικονομική δύναμη τους από τις δημόσιες προμήθειες και την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα. Δημιούργησαν και τα πρότυπα τους που θύμιζαν συχνά την μετασοβιετική ολιγαρχία.
Μετά την αποχώρηση των πολιτικών Φεουδαρχών σαν τον Γέρο Καραμανλή και τον Ανδρέα, η γενιά που τους διαδέχτηκε, εκχώρησε πλήρως την εξουσία της στην οικονομική ελίτ και σταδιακά απέκτησε μαζί της μια υπαλληλική σχέση. Από την κοινωνία αυτή με την συνευθύνη των πολιτών οικοδομήθηκε ένα πελατειακό, αναξιοκρατικό και αναποτελεσματικό κράτος που εν μέρει μεταφέρθηκε και στην ιδιωτική οικονομία. Η κοινωνία ευημέρησε, δημιούργησε πλούτο, υπήρξε μιντιακός πλουραλισμός, αλλά η Δημοκρατία μας υπήρξε ατελής, όπως πολύ σωστά, έγραψε κάποτε για την Ελλάδα ο Τόμας Φρίντμαν.
Η Ελλάδα κυβερνήθηκε από την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ με τα συμπλέγματα που δημιουργούσε μια κεντροαριστερή κοινωνική πλειοψηφία με συντηρητικά χαρακτηριστικά. Θαύμαζε και αντέγραφε τα αμερικανικά ήθη και ταυτόχρονα «μισούσε» βαθύτατα την Αμερική. Ήθελε να είναι στην Ευρώπη μόνο όμως ως προς τα δικαιώματα και ποτέ ως προς τις υποχρεώσεις. Είναι αλήθεια ότι την ψευδαίσθηση αυτή την ενθάρρυνε η Αριστερά και την εμπέδωνε λόγω ενοχών η δεξιά. Το τέλος της πολιτικής όπως το επινόησε ο επαρχιωτισμός του ελληνικού life style, αποπολιτικοποίησε την κοινωνία, ρίχνοντας τις παραδοσιακές γραμμές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Σκοτώνοντας τις ιδέες, άνοιγε ο δρόμος για τους πολιτικούς και επιχειρηματικούς νταραβερτζήδες, χωρίς αρχές και χωρίς αναστολές.
Ήταν προφανές ότι αν δεν μεσολαβούσε μια συνολική επανίδρυση της κοινωνίας, η Ελλάδα θα κατέληγε στην χρεοκοπία. Ο Σημίτης, ο Καραμανλής και ο Γιώργος Παπανδρέου, διέπραξαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο το ίδιο λάθος. Πίστεψαν ότι μπορούσαν να μεταρρυθμίσουν την χώρα χωρίς να αλλάξουν τα κόμματα τους. Προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν την κοινωνία με την ίδια γραφειοκρατία που μας είχε φέρει στο αδιέξοδο. Το αποτέλεσμα ήταν περίπου προδιαγεγραμμένο!
Το μνημόνιο που περιελάμβανε ουσιαστικές και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκε με λάθος μείγμα πολιτικής οικονομίας. Επιπλέον, η αδυναμία του Παπανδρέου να κατανοήσει εγκαίρως τις κοινωνικές συνέπειες και να διαπραγματευτεί το μείγμα της δημοσιονομικής εφαρμογής, έσπρωξε την κοινωνία απέναντι στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα. Το κομμάτι της κοινωνίας που έμεινε εκτός παραγωγικών διαδικασιών ριζοσπαστοικοποιήθηκε ετεροχρονισμένα και στράφηκε μαζικά εναντίον του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού που το θεώρησε-και σωστά-υπευθυνο για το αδιέξοδο. Ειδικά οι νέοι, που έμειναν εκτός κοινωνίας δημιούργησαν τις συνθήκες αυτής της πολιτικής ανατροπής που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε την τύχη να έχει αναδείξει μια νέα- ηλικιακά- ηγετική ομάδα με επικεφαλής τον Τσίπρα που δεν είχε τα «συμπλέγματα» των προηγούμενων γενεών της αριστεράς και είχε διαπαιδαγωγηθεί πολιτικά στον ακτιβισμό των καταλήψεων του '90. Δεν είναι βέβαιο ωστόσο αν έχει απαλλαγεί και από τα στερεότυπα της. Παρέλαβε ένα συνασπισμό αντιφάσεων, με περιθωριακά εκλογικά χαρακτηριστικά αλλά με την δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τις υπόγειες ανακατατάξεις που κυοφόρησε η εφαρμογή του Μνημονίου στην ελληνική κοινωνία. Κατάλαβε γρήγορα ότι το Μνημόνιο επανέφερε τις διαχωριστικές γραμμές Δεξιάς-Αριστεράς με νέους όρους και νέα προτάγματα. Κυρίως κατάλαβε ότι η εφαρμογή του μνημονίου δρομολογούσε την πλήρη αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος γενικότερα και της κεντροαριστεράς ειδικότερα. Το ΠΑΣΟΚ εγκλωβισμένο στον αδιέξοδο απολογισμό μιας αντιφατικής και άνισης διακυβέρνησης ήρθε σε πλήρη ρήξη με την εκλογική του πελατεία. Κυρίως με την δημοσιουπαλληλία που αυτονομήθηκε πολιτικά και με βασικό αίτημα την διατήρηση των κεκτημένων μετακινείται εκλογικά, όπως οι νομάδες, δημιουργώντας νέες πλειοψηφίες. Η ΝΔ που μετά τον Καραμανλή απέκτησε χαρακτηριστικά της παλαιοδεξιάς του '50, διαλύθηκε στα εξ συνετέθη μετά την μνημονιακή στροφή του Σαμαρά και την αδυναμία του να διαχειριστεί τους όρους επανίδρυσης μιας μοντέρνας κεντροδεξιάς.
Το Μνημόνιο έβαλε την χώρα στην τροχιά μιας επώδυνης μετάβασης από τον παλιό στον καινούριο κόσμο. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου δρομολόγησε την βίαια μεταρρύθμιση των παραδοσιακών κομμάτων και την σταδιακή αποστρατεία του παλιού πολιτικού προσωπικού. Θα την επιβεβαιώσει πιθανότατα το αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου, ακόμα και αν ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ είναι δεύτερο κόμμα.
Απελευθερωμένος από τους καταναγκασμούς των απολογισμών και χωρίς το άγχος του κυβερνητισμού (και προς το παρόν της διακυβέρνησης) ο Τσίπρας αλλάζει διαρκώς γήπεδο αναγκάζοντας τον δικομματισμό να τρέχει από πίσω του. Επί της ουσίας κατάφερε να αντιστρέψει τα διλήμματα των αντιπάλων του επιβάλλοντας την δική του ατζέντα. Προφανώς είναι καλύτερα προετοιμασμένος για την μετάβαση στην μετά-μνημονική Ελλάδα μέσα στο καμίνι του επιταχυντή της ιστορίας. Με την προϋπόθεση και την επιφύλαξη φυσικά, ότι η χώρα στο τέλος αυτής της διαδρομής δεν θα βρεθεί αγκαλιά με την δραχμή.
Είναι προφανές ότι για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω το μιντιακό και πολιτικό «establishment» που δίνει μια μάχη οπισθοφυλακής δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα. Όχι γιατί τα επιχειρήματα που διατυπώνει στερούνται λογικής, αλλά γιατί το εκλογικό σώμα έχει υπερβεί το δίλημμα χρεοκοπία ή μνημόνιο και χρησιμοποιεί τον ΣΥΡΙΖΑ σαν πολιορκητικό κριό για να αναδιατάξει τις πολιτικές, κοινωνικές και επιχειρηματικές ισορροπίες στην χώρα. Το εκλογικό σώμα που θέλει να αποτρέψει με κάθε κόστος την εργασιακή μετατροπή της Ελλάδος σε Βουλγαρία, φαίνεται να αναλαμβάνει και το ρίσκο μιας ενδεχόμενης επιστροφής στην δραχμή. Με το αφοπλιστικό και ταυτόχρονα ανιστόρητο ίσως επιχείρημα ότι -δεν με ενδιαφέρει σε πιο νόμισμα θα φτωχύνω!
Σε αυτό τον «μουγγό» διάλογο των δύο Ελλάδων μπροστά στον γκρεμό, που συνήθως πέφτουμε με μανία όταν μας δοθεί η ευκαιρία (που θα έλεγε και ο Ράμφος) και σε συνθήκες βαριάς πόλωσης ο Τσίπρας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κραυγές, αφέλειες και παλαιοδεξιές υστερίες. Ο αστικός πολιτικός κόσμος θα μπορέσει να τον αντιμετωπίσει μόνον όταν μεταρρυθμιστεί και διατυπώσει ένα πειστικό, αποτελεσματικό και εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης της χώρας πείθοντας τους πολίτες ότι μπορεί να διασφαλίσει τους όρους μιας δίκαιης κοινωνίας. Όσο δεν το κάνει θα αγκομαχεί ανακυκλώνοντας ξεπερασμένες και ίσως θλιβερές αντιλήψεις...