Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες μέρες για το ενδεχόμενο της μετεκλογικής συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ, με υποκίνηση της συζήτησης όχι μόνο από τον τύπο, αλλά και από τον αρχηγό και τα στελέχη της ΝΔ που προφανώς πιστεύουν ότι η διακίνηση της προθυμίας τους για τη συγκυβέρνηση θα τους αναβαθμίσει στα μάτια των εκλογέων που με βάση τις μετρήσεις κατά ένα σημαντικό ποσοστό θα προτιμούσαν ένα μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό σε σχέση με άλλα κυβερνητικά σχήματα, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκουν τα στελέχη της ΝΔ να εκθέσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος είναι υποχρεωμένος να απορρίπτει κάθε τέτοια σκέψη, αφού αν αποδέχονταν αυτή την πιθανότητα, θα δημιουργούσε τάσεις αποσυσπείρωσης και θα έχανε τις εκλογές.
Η διατήρηση του θέματος στην προεκλογική ατζέντα και η συνεχής επίκληση αυτής της επιδίωξης από τη ΝΔ, πέραν των προφανών προεκλογικών σκοπιμοτήτων, πιθανότατα θα δυσχεράνει την υλοποίηση αυτής της συγκυβέρνησης, αν παραστεί ανάγκη για κάτι τέτοιο. Διότι η πραγματικότητα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και αν αποδέχονταν μετεκλογικά αυτή την εξέλιξη, θα ήταν παράδοξο να την αποδεχθεί προεκλογικά και γι’ αυτό την απορρίπτει επίμονα και κατηγορηματικά, προσπαθώντας μάλιστα να επιχειρηματολογεί σχετικά, προκειμένου να γίνει πειστικός ως προς τις προθέσεις του. Ως εκ τούτου, αν υποτεθεί ότι υποχρεώνονταν από τα πράγματα να υλοποιήσει τον μεγάλο συνασπισμό, η τωρινή δικαιολογημένη σπουδή του να αποκρούει αυτό το ενδεχόμενο, θα τον καθιστούσε ανακόλουθο μετεκλογικά όχι μόνο προς τους ψηφοφόρους του, αλλά και προς τους βουλευτές και τα στελέχη του, με κίνδυνο νέων αποχωρήσεων.
Με λογική ανάλυση των πραγμάτων, κανείς από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα επιθυμούσε μία κυβερνητική σύμπραξη με τη ΝΔ. Η μόνη μετεκλογική εξέλιξη που θα μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, να οδηγήσει σε πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας, θα ήταν η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης με τα υπόλοιπα κόμματα ή η πιθανότητα σχηματισμού μιας κυβέρνησης με οριακή ή πολύ μικρή πλειοψηφία, σημαντικά κατώτερη των 160 βουλευτών. Στην περίπτωση αυτή, μπροστά στο ενδεχόμενο νέων εκλογών ή μιας οριακής κυβερνητικής πλειοψηφίας που αντί να κυβερνά θα προσπαθεί να ισορροπεί στις δύσκολες αποφάσεις υπό τον φόβο της πτώσης της, κανείς δεν θα μπορούσε να αποκλείσει την υλοποίηση της ευρείας συνεργασίας, προκειμένου να αποφευχθούν οι νέες εκλογές που προφανώς θα χρεωθούν στο κόμμα που δεν θα συμπράξει.
Υπάρχει βέβαια και το θεωρητικό ενδεχόμενο να υποχρεωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία με τη ΝΔ ακόμη και αν σχηματίζεται άνετη κυβερνητική πλειοψηφία, αν τα μικρότερα κόμματα αρνηθούν να συμπράξουν σε κυβερνητική λύση εφόσον δεν συμμετέχει σε αυτή και η ΝΔ στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ αναδειχθεί σε πρώτο κόμμα ή επίσης να συρθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην ευρεία συνεργασία αν αρνηθούν τα άλλα κόμματα να πάρουν μέρος σε συγκυβέρνηση χωρίς αυτόν, στην περίπτωση που η ΝΔ είναι πρώτο κόμμα.
Από τις δύο παραπάνω εκδοχές, η αναγκαστική συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε συγκυβέρνηση με τη ΝΔ θα ήταν πιθανότερη για την περίπτωση που θα ήταν πρώτο κόμμα η ΝΔ, για τον προφανή λόγο ότι τα μικρότερα κόμματα θα υφίσταντο μεγαλύτερο πολιτικό κόστος αν συνέπρατταν μόνο αυτά με τη ΝΔ, ενώ επίσης η ΝΔ προφανώς θα ήθελε τον ΣΥΡΙΖΑ να μοιράζεται το κόστος και τις ευθύνες της διακυβέρνησης, αντί να τον έχει απέναντι, σε θέση αντιπολίτευσης. Σε αυτή την εξέλιξη για όλα τα εν δυνάμει κυβερνητικά κόμματα θα υπήρχε το πρόσθετο επιχείρημα ότι θα καλούνταν να εφαρμόσουν μία συμφωνία που ο ΣΥΡΙΖΑ διαπραγματεύτηκε και συνεπώς δεν θα έπρεπε να διαχωρίσει τη θέση του από τις ευθύνες υλοποίησής της.
Σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτο κόμμα, κάτι αντίστοιχο, δηλαδή σύρσιμο της ΝΔ για συμμετοχή της στη συγκυβέρνηση, ακόμη και αν το επεδίωκαν τα μικρότερα κόμματα (όπως άφησε να εννοηθεί η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ), δεν θα ήταν το ίδιο πιθανό, εάν και εφόσον χωρίς τη ΝΔ θα σχηματίζονταν ικανή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Διότι στην περίπτωση αυτή η συμμετοχή των μικρότερων κομμάτων σε συγκυβέρνηση υπό τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τη ΝΔ δεν θα ήταν το ίδιο δύσκολη από την άποψη του πολιτικού κόστους, ενώ επίσης δεν θα μπορούσε να προβληθεί το ίδιο βάσιμα το επιχείρημα ότι η συμφωνία δεν θα πρέπει να εφαρμοσθεί χωρίς τη συμμετοχή και της ΝΔ. Συνεπώς η τυχόν επιμονή τους για συμμετοχή και της ΝΔ στο κυβερνητικό σχήμα, μολονότι θα σχηματίζονταν χωρις αυτήν ικανή πλειοψηφία, θα οδηγούσε με ευθύνη τους σε νέες εκλογές, τις οποίες θα χρεώνονταν το κόμμα ή τα κόμματα που θα είχαν αυτή την αξίωση. Εξάλλου, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ίδια η ΝΔ, ως δεύτερο κόμμα, θα επιθυμούσε την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών. Αντίθετα, θα είχε κάθε λόγο να παραμείνει στην αντιπολίτευση, από το να κληθεί να εφαρμόσει μία δύσκολη συμφωνία, την οποία δεν συνήψε η ίδια.
Λογικά λοιπόν, η ΝΔ θα επεδίωκε τη μεγάλη σύμπραξη αν αναδεικνύονταν η ίδια σε πρώτο κόμμα, ακόμη και αν είχε άνετη πλειοψηφία με τα μικρότερα κόμματα. Σε αντίθετη περίπτωση και εφόσον σχηματίζονταν χωρίς αυτήν ικανή κυβερνητική πλειοψηφία, η θυσία της για συμμετοχή σε συγκυβέρνηση θα ήταν πολύ ηρωική πράξη για να γίνει πιστευτή.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μη θέλει τον μεγάλο συνασπισμό και να τον αποκλείει, δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι θα τον αποκρούσει σε περίπτωση που δεν σχηματίζει πλειοψηφία και πάντως άνετη πλειοψηφία με τα μικρότερα κόμματα ή σε περίπτωση που συρθεί σε αυτόν από τα μικρότερα κόμματα, με τη απειλή της μη συμμετοχής και των ίδιων στην κυβέρνηση, αν είναι πρώτη η ΝΔ.
Είναι βέβαιο ότι αυτός που θα οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές, θα υποστεί πιθανότατα πολιτικό κόστος μεγαλύτερο από αυτό της συμμετοχής του σε ευρεία συγκυβέρνηση.