Η αβάσταχτη κοσμικότητα των Επιταφίων στην Πλάκα -Νιώθοντας μέρος μιας τουριστικής ατραξιόν - iefimerida.gr

Η αβάσταχτη κοσμικότητα των Επιταφίων στην Πλάκα -Νιώθοντας μέρος μιας τουριστικής ατραξιόν

επιτάφιος
O Eπιτάφιος της Μητρόπολης περνάει μπροστά από τη Βουλή / Γ. Παναγόπουλος Eurokinissi

Η τελετουργία του Επιταφίου στην Πλάκα και το κέντρο της Αθήνας, έχει αποκτήσει την ποιότητα ενός δρώμενου που εξιτάρει τους χιλιάδες τουρίστες ολούθε, συγκεντρώνει μπουρζουά και χίπστερ της πόλης, με την ταπεινότητα και την σιωπή να περιμένουν να σε εκπλήξουν στις ρίζες της Ακρόπολης.

Δυο ώρες περπατούσα το απόγευμα της Παρασκευής στην ευρύτερη περιοχή της Πλάκας, μέχρι ψηλά, εκεί που σπίτια των Αναφιώτικων σκαρφαλώνουν στον βράχο της Ακρόπολης και μετά μέχρι την Μητρόπολη των Αθηνών. Αναζητούσα την ατμόσφαιρα, την χαμηλόφωνη υποβλητικότητα που ταυτίζεται με την Μεγάλη Παρασκευή, την μέρα του μεγαλύτερου πένθους της Ορθοδοξίας και των παιδικών αναμνήσεων που αγκυροβολούν στις παραδόσεις του Πάσχα; Όχι ακριβώς.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η συνολική εμπειρία, το τελικό βίωμα, μου θύμισε ένα πάρτι στην αυλή του Φεστιβάλ Αθηνών στην Πειραιώς 260. Εδώ η μουσική ήταν οι βυζαντινοί ύμνοι της Μεγάλης Παρασκευής, «Ω γλυκύ μου έαρ», «Αι γενεαί πάσαι», «Η ζωή εν τάφω» και ο κυρίαρχος ήχος ήταν το κροτάλισμα που κάνει το λιβανιστήρι. Εγκλωβισμένα όμως στον ήχο των φωνών σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, που μιλούσαν δυνατά, στις ατελείωτες ουρές μέσα στα στενά της Πλάκας.

Δεν μυρίζει λιβάνι αλλά τηγανητή γαρίδα

Εκκλησίες περιχαρακωμένες πίσω και πλάι σε ουζερί, εστιατόρια, wine bars, με τα τραπέζια γεμάτα, κρασιά να κροταλίζουν, σαρακοστιανοί μεζέδες απλωμένοι. «Γειά μας» να λένε μισομεθυσμένες φωνές με ποτηράκια τσίπουρο στα χέρια. Δεν μυρίζει λιβάνι ο Επιτάφιος στην Πλάκα, μυρίζει γαρίδα τηγανητή και χταπόδι ψημένο στα κάρβουνα. Οι καμπάνες ηχούν κάθε τόσο σαν να έρχονται από μακριά, πνιγμένες στα λόγια τουριστών και Αθηναίων.

Αρχίζουμε από την Αγία Αικατερίνη, την πιο χαμηλόφωνη συνάθροιση, την πιο κοντινή στην έννοια «κατανυκτική», με κόσμο ανάμεικτο από περιοχές της Αττικής, πολλά παιδάκια. Προχωρώντας, οι ατελείωτες ουρές έξω από τους  Άγιους Ανάργυρους, τον ναό του 11ου αιώνα, θυμίζουν τις ουρές στο Μπέργχάιμ του Βερολίνου. Εσπρέσο στο χέρι, λινά πουκάμισα, τατουάζ, δαχτυλίδια σε κάθε δάχτυλο, Dr Martins και Αdidas Gazelle, ευφάνταστα ringtones ηχούν συνεχώς, πιο πολύ από τις πένθιμες καμπάνες.

Περνάμε σπρώχνοντας. Αποφασίζουμε να συνεχίσουμε προς τον Άγιο Νικολάου του Ραγκαβά, «έλα, ναι πάνω από το Σχολαρχείο είναι, έχουμε φτάσει» ακούω πολλούς να λένε στο τηλέφωνο. Το ίδιο μεγάλες ουρές, ένα κοριτσάκι που πουλάει κεριά ουρλιάζει για να τραβήξει την προσοχή, την μαλώνει μια γιαγιά που έχει στήσει τη δική της πραγμάτεια παραπέρα. Κάτι το ασφυκτικό, οριακά ακούγονται οι ψαλμοί από την οικογένεια. Το πάρτι συνεχίζεται.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Άγιος Γεώργιος του Βράχου

Αποφασίζουμε να ανέβουμε ψηλά. Όσο πιο ψηλά γίνεται. Μπαίνουμε στην καρδιά των Αναφιώτικων, στα τελευταία δρομάκια. Ο κόσμος λιγοστός, δρασκελίζουμε τα σαν φίδι δρομάκια, νιώθουμε ότι είμαστε στις Κυκλάδες, εδώ σχεδόν μυρίζει Μεγάλη Παρασκευή. Δεν έχουμε άδικο, το ένστικτο μάς οδηγεί σωστά. Ανεβαίνουμε τα λευκά σκαλιά, ένα από αυτά είναι ένα σκαλισμένο κομμάτι από μάρμαρα αρχαίο που χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό για την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Βράχου.

Χωρίς ιερέα, χωρίς λειτουργία, χωρίς κόσμο. Λιγοστά κεράκια αναμμένα. Οροφογραφία σκοτεινή, αυστηρή, πυκνή. Μπροστά στο ιερό ο πιο ταπεινός Επιτάφιος που έχω δει στη ζωή μου. Ο πιο συγκλονιστικός. Ένα βελούδινο κόκκινο ύφασμα με κεντημένο το σώμα του νεκρού Χριστού, λίγα πέταλα από λευκά τριαντάφυλλα τριγύρω, το Ευαγγέλιο.  Μέσα σε αυτή την μονόκλιτη βασιλική, την ασπρισμένη σαν τα παρεκκλήσια των νησιών, την φτιαγμένη από αρχαία μάρμαρα, με το μονό καμπαναριό, η κατάνυξη ήρθε να μας συναντήσει. Προσκυνήσαμε σαν να ήμασταν σε ένα βραχονήσι. Απέξω, η Αθήνα του δειλινού έφτιαχνε την τέλεια καρτποστάλ για τους χιλιάδες που σήκωναν κινητά για σέλφι.

Με την καρδιά κάπως γεμάτη αποφασίσαμε να κατηφορήσουμε προς την Μητρόπολη των Αθηνών.  

Η ζωή εν τάφω, Τραβιάτα ξεψυχισμένη

Τα πλήθη τουριστών πληθαίνουν, φαντάροι παραταγμένοι στο στενό, φώτα, μια τηλεοπτική κάμερα, ακούμε το «Η ζωή εν Τάφω», κάπως φάλτσα, αλλά όχι απακαρδιωτικά φάλτσα, αφού η τελειότητα δεν ταιριάζει στο πένθος. Πώς έγραφε ο Σεφέρης, απαξιωτικά, για τον Επιτάφιο στο Λονδίνο; « Ήταν ο πιο καθωσπρέπει που είδα ποτέ μου. Φράγκικη πολυφωνία (Η ζωή εν τάφω είχε γίνει Τραβιάτα ξεψυχισμένη): Φράκα. 'Ασπρα γάντια. Χρυσαφικά. Κόκκινα κι άσπρα ροδοπέταλα, τόσο περιποιημένα, που μοιάζαν από celluloid. Κι η απαραίτητη εγγλεζοχιώτικη προφορά: κατ (h) ετ (h) έθης Κριστ (h). Θέλει λυγμό και τραχύτητα το τραγούδισμα των ύμνων της Μεγάλης Παρασκευής . Το σούσουρο δυναμώνει, παρέες ολόγυρα λένε τα νέα τους, γελάνε. Τι κάνουμε εδώ; Αποφασίζουμε να αποχωρήσουμε.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Περπατώντας φτάνουμε στο παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέα. Ένας ιερέας μόνος ψάλλει πλάι στον λιτό Επιτάφιο, καμία δεκαριά άνθρωποι απέξω. Στεκόμαστε και πάλι. Η κατάνυξη ήρθε να μας βρει ξανά, μας το όφειλε. Κατεβαίνουμε την Αρδηττού και στρίβοντας στην γωνία εμφανίζεται μπροστά μας ο Επιτάφιος της Αγίας Αικατερίνης. Όμορφος, με τα λευκά και μαβιά λουλούδια να ανεμίζουν λόγω του δυνατού αέρα, ωραίες στιβαρές φωνές που ψάλλουν χωρίς να φωνάζουν, η ουρά που ακολουθεί δεν είναι τεράστια. Ενωνόμαστε μαζί τους, ακολουθούμε, ενώ τουρίστες στα πεζοδρόμια έχουν ανεβάσει τα κινητά και βγάζουν βίντεο. Να δείχνουν στους φίλους τους ως αξιοθέατο αυτό που ζούμε, αναζητώντας την κατάνυξη, είτε πιστεύουμε είτε όχι, αναζητώντας την σύνδεση με την αθωότητα της παιδικής ηλικίας και με την ολοστρόγγυλη ατόφια ακόμα αίσθηση της ελπίδας, της πίστης σε κάτι.

Μια περιπατητική performance

Αρκετά. Ξεμακραίνουμε, προς το Κουκάκι. Ακούμε καμπάνες από το βάθος. Οι κεντρικοί δρόμοι κλειστοί από την Αστυνομία μέχρι το ύψος του ΕΜΣΤ. Σαν να έχουμε βγει από μια περφόρμανς, μια περιπατητική εμπειρία τέχνης. Στην τσέπη ένα φύλλο λευκού τριαντάφυλλου από τον Άγιο Γεώργιο του Βράχου. «Τίποτα δεν αγγίζει τις απριλιάτικες βιολέτες. Τίποτα. Μόνο ο ακάνθινος Ιησούς», γράφει ο Νίκος Καρούζος.

Αποχωριστήκαμε πολλά από όσα μας συνδέουν με την πόλη τα τελευταία χρόνια της τουριστικής έκρηξης, του αφανισμού ιστορικών μαγαζιών και χρήσεων για χάρη της εστίασης και των καταλυμάτων. Ο Επιτάφιος και η σιωπή και η θλίψη που τον περιβάλλουν, είναι ένα από αυτά. Τελετουργικό προσωπικό, λάφυρο της μνήμης.

Ανοίγω το Instagram, η Πάτι Σμιθ ανέβασε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός, σαν αυτούς που λίγες ώρες πριν είχε καρφωθεί ο Ιησούς, τυλιγμένος μέσα σε ένα διαφανές μεγάλο πλαστικό κάλυμμα. «Σκεφτόμαστε όσους θυσιάστηκαν για το καλό των άλλων» γράφει. H σαμάνος των καιρών μας έγινε η κατακλείδα της αλλόκοτης εμπειρίας αυτής της Μεγάλης Παρασκευής.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ